Οι συμφωνίες για πωλήσεις ακινήτων σε τιμές χαμηλότερες απο την αντικειμενική είναι πλέον συνηθισμένες κυρίως σε επαγγελματικά ακίνητα. Εως εδώ δεν υπάρχει κάτι το παράξενο. Το παράδοξο εστιάζεται στο γεγονός ότι ο αγοραστής, καλείται να καταβάλλει φόρο για μία "φανταστική" αξία και όχι για το τίμημα που πραγματικά καταβλήθηκε. Και εκεί αρχίζει η τρέλλα καθώς, οι φωστήρες του υπουργείου Οικονομικών γίνονται κομμάτι της διαπραγμάτευσης αφού -όπως είναι φυσικό- μετατρέπονται απο ρυθμιστές της νομιμότητας σε διαπραγματευτικό όπλο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να πιεστεί -ή και να εκβιαστεί- είτε ο αγοραστής είτε ο πολιτής. Τα παραπάνω δεν είναι η εξαίρεση. Είναι ο κανόνας όσων συμβαίνουν στην αγορά ακινήτων, λόγω της πρωτοφανούς εισπρακτικής και φορομπηχτικής πολιτικής που όχι μόνο εφάρμοσε έως τώρα η κυβέρνηση, αλλά έχει ξεκαθαρίσει ότι θα συνεχίσει να εφαρμόζει και, μάλιστα, με μεγαλύτερη ένταση και τα επόμενα χρόνια. Η άγρια φορολόγηση των ακινήτων έχει αναδειχθεί από τον υπουργό Οικονομικών και το επιτελείο του ως ηθεραπεία διά πάσαν –δημοσιονομική– νόσον. Αντί να γίνουν οι ευρείες παρεμβάσεις στο κράτος, στο μέγεθος και στη λειτουργία του, προκειμένου να μειωθούν δραστικά οι δημόσιες δαπάνες και να δημιουργηθεί μια βάσιμη προοπτική εξόδου από την κρίση, η κυβέρνηση καταφεύγει συνεχώς στην εύκολη λύση της υπερφορολόγησης της οικονομίας και ειδικά των ακινήτων. Φορολογούν πλέον, όμως, ένα... πουκάμισο αδειανό. Η ύφεση και η υπερφορολόγηση έχουν οδηγήσει τις εμπορικές τιμές των ακινήτων σε εξευτελιστικά χαμηλά επίπεδα, απαξιώνοντας έτσι και τις περιουσίες και τις αποταμιεύσεις των πολιτών με τις οποίες αποκτήθηκαν τα ακίνητα. Δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις που ουσιαστικά δεν υπάρχει εμπορική τιμή, καθώς πλέον οι αγοραστές είναι είδος που βρίσκεται πολύ κοντά στην εξαφάνιση. Και όχι άδικα; Ποιος λογικός άνθρωπος θα επενδύσει σε ελληνικό ακίνητο γνωρίζοντας το «τσουνάμι» των φόρων με το οποίο θα βρεθεί αντιμέτωπος. Και, μάλιστα, χωρίς προοπτική ελάφρυνσης, καθώς η άγρια φορολόγηση πρόκειται, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του υπουργείου Οικονομικών, να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια.