Real Estate News NETWORKSOCIALOPINION.GR | INVESTNEWS.GR | PARATIRITIS.GR | PREMIUM.PARATIRITIS.GR

Κοινωνία

Οι "αμόλυντοι" τραπεζίτες και η φούσκα των στεγαστικών

Το σίγουρο είναι ότι η δημιουργία και το «σπάσιμο» της φούσκας των ακινήτων δεν μπορεί να ερμηνευτεί, χωρίς να ληφθεί υπόψη η εμπλοκή του τραπεζικού συστήματος μέσω της χορήγησης των στεγαστικών δανείων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στο τέλος του 2000 τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων που είχαν χορηγήσει οι τράπεζες, ήταν περί τα 11,2 δις. ευρώ. Στα μέσα της δεκαετίας το υπόλοιπο είχε εκτιναχθεί στα 45,2 δις. ευρώ και στο τέλος του 2010 στα 81,1 δις. ευρώ. Στην πραγματικότητα όλη τη δεκαετία, οι τράπεζες είχαν αποδυθεί σε ένα ξέφρενο κυνήγι προς «άγραν πελατών», διεκδικώντας η κάθε μία για τον εαυτό της μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς από την «πίτα». Και το μείζον ερώτημα είναι, αν στο κυνήγι αυτό της κερδοφορίας και των μεριδίων της αγοράς, έκαναν εκπτώσεις στους κανόνες χορήγησης που είχαν τεθεί από την κεντρική τράπεζα και αφορούσαν : Πρώτον: το ποσοστό του εισοδήματος του δανειολήπτη που θα αφορά στην πληρωμή των δόσεων από το συνολικό του χρέος. Δεύτερον: τις καλύψεις που είχαν οι ίδιες οι τράπεζες μέσω των ακινήτων που χρηματοδοτούσαν και στα οποία ενέγγραφαν είτε προσημείωση είτε υποθήκη. Και φυσικά κανείς δεν θα περίμενε οι τράπεζες να παραδεχθούν τις «εκπτώσεις» στους κανόνες, αλλά μία αναφορά του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος σχεδόν δύο χρόνια πριν ξεσπάσει η κρίση των τοξικών δανείων στην παγκόσμια αγορά ,δίνει απάντηση στο ερώτημα και ταυτόχρονα γεννά πολλά ερωτηματικά, τόσο για το ρόλο των πιστωτικών ιδρυμάτων όσο και για τις ευθύνες του ελεγκτικού τους φορέα. "...έχει διαπιστωθεί ότι υπο την πίεση του ανταγωνισμού κατά τη χορήγηση των δανείων, η σχέση του ύψους του δανεισμού προς την αγοραία αξία των υπέγγυων δανείων και η σχέση του ύψους του δανεισμού προς την αγοραία αξία των υπέγγυων ακινήτων, συχνά υπερβαίνει σημαντικά το εύλογο ποσοστό 75%. Γι’ αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος αποφάσισε ότι στο εξής ..." και σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι

"...κρίνεται σκόπιμη η περαιτέρω προσαρμογή της πιστοδοτικής πολιτικής των τραπεζών , ιδίως ώστε η σχέση του ποσού που απαιτείται για την εξυπηρέτηση του συνολικού δανεισμού κάθε οφειλέτη προς το εισόδημα του, να διαμορφώνεται εντός των ορίων των σχετικών οδηγιών της Τράπεζας της Ελλάδος.Συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ζητήσει από τις τράπεζες κατά την αξιολόγηση αιτημάτων για δανεισμό, να μεριμνούν ώστε η σχέση αυτή να μην υπερβαίνει ένα εύλογο ποσοστό 30% έως 40%, αναλόγως του εισοδήματος...", επισημαίνει η κεντρική τράπεζα, αφήνοντας με τον τρόπο αυτό σαφείς αιχμές για την πολιτική που ακολουθούσαν οι τράπεζες .

Εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να παραμένει αναπάντητο το ερώτημα, αν η Τράπεζα της Ελλάδος είχε πραγματοποιήσει ελέγχους για να ελέγξει αν οι τράπεζες τηρούσαν τους κανόνες που είχε θέσει και αφορούσαν στα εισοδηματικά κριτήρια προκειμένου να χοργηθεί το δάνειο, καθώς και την ποιότητα των εκτιμήσεων βάσει των οποίων καθορίζονταν η εμπορική αξία των ακινήτων. Το ερώτημα –ακόμα και σήμερα-εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει καμία επίσημη ανακοίνωση είτε για ελέγχους που αφορούσαν τον εισοδηματικό έλεγχο είτε για την ποιότητα των εκτιμήσεων. Το γεγονός αυτό, παρέχει τη δυνατότητα να αναρωτηθεί κανείς αν έγιναν τέτοιου είδους έλεγχοι ή στην περίπτωση που πραγματοποιήθηκαν, γιατί δεν έχουν γίνει γνωστά τα αποτελέσματά τους. Το μόνο που έχει γίνει γνωστό είναι ότι στα πλαίσια του ελεγκτικού της έργου η Τράπεζα της Ελλάδος ανέθεσε σε μία ιδιωτική εταιρία τη διεξαγωγή έρευνας για το βαθμό χρέωσης των ελληνικων νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, κατά τη δεκαετία του 2000, για την αξιολόγηση του βαθμού χρέωσης των ελληνικών νοικοκυριών, η "Τράπεζα της Ελλάδος ανέθεσε στην εταιρία TNS-ICAP τη διεξαγωγή σχετικής έρευνας, από την οποία προκύπτει ότι η χρηματοοικονομική πίεση που ασκείται στα νοικοκυριά...παραμένει για την πλειοψηφία των νοικοκυριών σε όρια που γενικά θεωρείται ότι δεν συνεπάγονται δυσκολία στην κανονική εξυπηρέτηση των δανείων τους" . Η συγκεκριμένη εταιρία , στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας κατά την επίμαχη περίοδο συμμετείχαν και δύο μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες, πραγματοποίησε δειγματοληπτικούς ελέγχους, από τους οποίους διαπιστώθηκε ότι όλα βαίνουν καλώς... Αν όμως διαβάσει κανείς με προσοχή τα συμπεράσματα, θα διαπιστώσει ότι ένα μικρό ποσοστό των δανειοληπτών έπρεπε να δαπανά το 100% του εισοδήματός του για την πληρωμή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Ταυτόχρονα στα επίσημα κείμενα αναφέρεται, ότι η υγεία του χαρτοφυλακίου των στεγαστικών δανείων κρίνεται ως ικανοποιητική, καθώς η αύξηση των εισοδημάτων σε συνδυασμό με την αύξηση της αξίας των υπολοίπων περιουσιακών στοιχείων των οφειλετών, προεξοφλούσαν την κανονική εξυπηρέτηση του δανεισμού τους και στο μέλλον. Τα γεγονότα που ακολούθησαν απέδειξαν πόσο απείχαν όλες αυτές οι εκτιμήσεις από την πραγματικότητα. Όταν μάλιστα ήλθε η ώρα του «λογαριασμού» , όλο το αυτό το ιδιωτικό χρέος μεταβλήθηκε σε δημόσιο χωρίς-σε αντίθεση με ό,τι έγινε απο τις αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ και πολλών ευρωπαϊκών αρχών- να αναζητήσει ευθύνες για τη χορήγηση αυτών των τοξικών δανείων. Η ανεμπόδιστη ροή της τραπεζικής χρηματοδότησης όμως, συνετέλεσε στο να προκληθεί ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, το οποίο εξακολούθησε να επηρεάζει άμεσα την αγορά κατοικίας και να δυσκολεύει την ανάκαμψή της: την υπερπροσφορά κατοικιών.

Η εν ψυχρώ εκτέλεση της αγοράς ακινήτων

2010-2014 : Τα χρόνια της κρίσης.Δεν είναι λίγοι εκείνοι που χαρακτηρίζουν τη δεκαετία αυτή, ως τον Αρμαγεδώνα της αγοράς κατοικίας. Η συστηματική απαξίωση με την πτώση των τιμών, αλλά και η πρωτοφανής κάμψη της οικοδομικής δραστηριότητας και των επενδύσεων σε κατοικίες αποτελούν τα κύρια γνωρίσματα της περιόδου αυτής, τα οποία είχαν πολλαπλές επιπτώσεις στην οικονομία αλλά και στην αξία της περιουσίας των νοικοκυριών, η οποία κατακρημνίστηκε. Το πάγωμα των πιστώσεων από το τραπεζικό σύστημα, σε συνδυασμό με την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης η οποία μετατοπίστηκε από την απόκτηση στην κτήση, αλλά και η δραστική μείωση των εισοδημάτων, ήταν οι βασικές αιτίες της κρίσης της αγορά κατοικίας. Αν προσθέσει κανείς και τις συστηματικές πιέσεις που εξακολουθεί να δέχεται η αγορά εξαιτίας των κόκκινων στεγαστικών δανείων, έχει κανείς μία πλήρη εικόνα μίας πρωτόγνωρης κατάστασης για τους Έλληνες, οι οποίοι πρίν από τα Μνημόνια θεωρούσαν την επένδυση σε κατοικίες ως ασφαλές καταφύγιο σε κάθε οικονομική κρίση. Οι αριθμοί της κρίσης που έπληξε την αγορά κατοικίας από το 2010 μέχρι σήμερα, είναι αποκαλυπτικά:

-Οι τιμές των κατοικιών βρίσκονται σε συνεχή υποχώρηση. Το 2010, το μέσο επίπεδο τιμών κατοικιών υποχώρησε κατά 7,4%, την επόμενη χρονιά οι απώλειες έφθασαν στο 4,8%, το 2012 η πτώση έφθασε στο 8,4% , το 2013 το 8,1% και το 2014 το 7,3%.

-Ο αριθμός των συναλλαγών ακινήτων μειώθηκε από 148 χιλ. το 2007 σε περίπου 24 χιλ. το 2013 (συνολική μείωση κατά 84%). Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα στοιχεία για τις συναλλαγές που αφορούν μεταβιβάσεις ακινήτων δεν θα πρέπει να θεωρούνται αξιόπιστα, αφού βασίζονται κατά κύριο λόγο στις καταγραφές που γίνονται από τα πιστωτικά ιδρύματα. Ταυτόχρονα, η ζήτηση περιορίστηκε στο ελάχιστο. Η ανεργία ή ο κίνδυνος της ανεργίας, ακύρωσε κάθε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για αγορά κατοικίας σε μεγάλο τμήμα των νοικοκυριών. Ταυτόχρονα, η σημαντική υποχώρηση του διαθέσιμου εισοδήματος στην ελληνική οικονομία από το 2009 κατά περίπου -27%, η οποία συνεχίστηκε το 2014 με επιβραδυνόμενο ρυθμό, αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για την ανάληψη οποιασδήποτε επενδυτικής πρωτοβουλίας. Οι μελέτες οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ καταγράφουν την πορεία «εξαφάνισης» των υποψήφιων αγοραστών κατοικίας. Το 2009 περίπου, το 4% του δείγματος νοικοκυριών της έρευνας δήλωνε πρόθεση αγοράς νέας κατοικίας το επόμενο 12μηνο, ποσοστό από το οποίο, με αναγωγή στον πληθυσμό ηλικίας 20-64 ετών, προκύπτει μια μάζα 264.000 πιθανών αγοραστών. Έκτοτε, οι εξελίξεις στην αγορά κατοικίας έχουν αποθαρρύνει κάθε πρόθεση για αγορά κατοικίας, με αποτέλεσμα το ποσοστό όσων θεωρούνται πιθανοί αγοραστές να έχει υποχωρήσει κάτω από 1%.

-Οι επενδύσεις σε κατοικίες υπέστησαν πρωτοφανή καθίζηση. Το σύνολο της δαπάνης ανέγερσης νέων κατοικιών μειώθηκε, από €24 δισεκ. το 2007 σε €4,6 δισεκ. το 2013 . Το μερίδιο των επενδύσεων σε κατοικίες επί του συνόλου των επενδύσεων σε κατασκευαστικά έργα, μειώθηκε από 74% το 2007 σε 46% το 2013. Η δαπάνη για κατασκευές νέων κατοικιών αποτελούσε το 2013 το 19,3% των συνολικών επενδύσεων, ενώ, στο 9μηνο του 2014 οι επενδύσεις σε κατοικίες έχουν υποχωρήσει σε περίπου 10,4% των συνολικών επενδύσεων. Το 2007 οι επενδύσεις σε κατοικίες αντιστοιχούσαν στο 10,8% του ΑΕΠ, το 2013 έπεσαν στο 2,2% του ΑΕΠ και στο 1,1% στο 9μηνο του 2014. Οι μειωμένες επενδύσεις σε κατοικίες «αφαίρεσαν» από το ΑΕΠ περίπου 1,4 μονάδες ετησίως κατά μέσο όρο ή διαφορετικά η ύφεση θα ήταν κατά 1,4 μονάδες ηπιότερη, αν δεν είχαν μειωθεί οι επενδύσεις σε κατοικίες. Έτσι, από τις 29,4 ποσοστιαίες μονάδες μείωσης του ΑΕΠ μεταξύ 2008 και 2013, οι 8,6 μονάδες οφείλονται αποκλειστικά στη μείωση των επενδύσεων σε κατοικίες.

Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η αγορά κατοικίας να βρεθεί στη δίνη της υπερπροσφοράς, η οποία με τα σημερινά δεδομένα της άρνησης των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την αγορά κατοικίας, αλλά και τη συνεχή αύξηση της ανεργίας και της συρρίκνωσης των εισοδημάτων, πολύ δύσκολα θα αναστραφεί στο εγγύς χρονικό διάστημα. Πλέον, όλα τα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στην ελληνική αγορά κατοικίας, καταγράφεται ένα σημαντικό απόθεμα αδιάθετων κατοικιών.

Η κρίση "κούρεψε" και την ιδιοκατοίκηση

Η κρίση περιόρισε και την ιδιοκατοίκηση η οποία απο 81% που ήταν πριν απο λίγα χρόνια έπεσε στο 73%.Το μεγαλύτερο ποσοστό (73,2%) των κατοικούμενων κανονικών κατοικιών είναι ιδιοκατοικούμενες, ακολουθούμενο από ποσοστό 21,7% που είναι ενοικιαζόμενες, ενώ το υπόλοιπο 5,1% συγκαταλέγεται σε άλλο τύπο κυριότητας, συμπεριλαμβανομένης της συνεταιριστικής ιδιοκτησίας.Μεταξύ 2001 και 2011, κατασκευάστηκαν 986.843 κατοικίες, ενώ 163.759 κατοικίες κατασκευάστηκαν προ του 1919 (από τις τελευταίες, κατοικούνταν οι 74.905 και ήταν προς ενοικίαση οι 4.623 κατοικίες).

Παράλληλα, ποσοστό 44,7% του συνόλου των κανονικών κατοικιών βρίσκεται σε πολυκατοικίες, με τη συντριπτική πλειονότητά τους (96,1%) να είναι σε αστικά κέντρα.Από τις κανονικές κατοικίες, οι 1.573.911 είναι από 60- 79 τ.μ., οι 1.494.508 είναι επιφάνειας 80- 99 τ.μ. και οι 883.583 είναι επιφάνειας 100- 119 τ.μ.Από τα στοιχεία που αφορούν στην επιφάνεια (m2) των κατοικούμενων κανονικών κατοικιών του συνόλου της χώρας και των ατόμων που κατοικούν σε αυτές, προκύπτει ότι κατά μέσο όρο αντιστοιχούν 34,6 τετραγωνικά μέτρα ανά κάτοικο.Παράλληλα, από τη μελέτη των σχετικών στοιχείων, προκύπτει ότι ο μέσος αριθμός δωματίων ανά κατοικία είναι τα 3 δωμάτια.Τέλος, το μεγαλύτερο ποσοστό (99,9%) των κατοικούμενων κατοικιών διαθέτει λουτρό, το 97,4% υδροδοτείται από δημόσιο δίκτυο και το 77,5% έχει κεντρική θέρμανση.

Η χαριστική βολή

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών, με την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων και την όλη αβεβαιότητα, κάθε αγοραπωλησία και μίσθωση ακινήτου έχει αναβληθεί ή ακόμα και ακυρωθεί. Αυτό επισημαίνουν στελέχη μεσιτικών γραφείων, τονίζοντας ότι η εν λόγω κατάσταση συνιστά «ταφόπλακα» για οποιαδήποτε πιθανότητα άμεσης ανάκαμψης της κτηματαγοράς. Το σιγουρο είναι ότι , απο την κρίση οι μεγάλες απώλειες αφορούν σε κατοικίες οι οποίες κατασκευάστηκαν και πωλήθηκαν στην διάρκεια των τελευταίων 15 ετών και κυρίως αυτές οι οποίες αποκτήθηκαν απο τους ιδιοκτήτες τους με στεγαστικά δάνεια πολλά απο τα οποία είτε είναι "κόκκινα" είτε -εξαιτίας των κεφαλαιακών ελέγχων-βρίσκονται στα πρόθυρα να ...κοκκινίσουν. Παράλληλα, έως 75% χαμηλότερα σε σχέση με την τιμή αγοράς τους πριν από την κρίση πωλούνται σήμερα ακίνητα, ακόμα και πολυτελούς κατασκευής σε ακριβές περιοχές. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από μια σειρά συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν από τις αρχές του 2015 στην αγορά ακινήτων και καταδεικνύουν την προσπάθεια που καταβάλλουν με κάθε τρόπο οι ιδιοκτήτες προκειμένου να ρευστοποιήσουν έστω και μέρος της περιουσίας τους, ακόμα και με σημαντικές απώλειες.

Ποιός θα πάρει δώρο τα ακίνητα των τραπεζών;

Αναπάντητα εξακολουθούν να παραμένουν τα ερωτήματα για την μετοχική σύνθεση του Ταμείου Περιουσίας του Δημοσίου. Οι κυβερνητικές θέσεις που διατυπώθηκαν ουσιαστικά δεν δίνουν απάντηση.Συγκεκριμένα , κυβερνητικές πηγές ανάφεραν ότι το Ταμείο : "θα ελέγχεται από την ελληνική κυβέρνηση, ενώ από την Κομισιόν θα υπάρχει εποπτεία". Η τοποθέτηση αυτή όμως δεν απαντά στο ερώτημα : Ποιοί θα είναι μέτοχοι ή σε ποιά χρηματοκιβώτια θα είναι οι μετοχές (σσ υπάρχει το ενδεχόμενο ο μέτοχος να έχει ενεχυριάσει τις μετοχές στους πιστωτές και αν δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν απο τις συμβάσεις που έχει υπογράψει τότε αυτόματα αυτές παιρνούν στον έλεγχο του πιστωτή); Το Ταμείο, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές θα πάρει προίκα , εκτός των άλλων "όλα τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών -ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα και εξωτερικό. Ακόμα στο νέο Ταμείο θα ενταχθούν τα περιουσιακά στοιχεία που σήμερα ανήκουν στο ΤΑΙΠΕΔ." Τέλος, αναφέρεται ότι η συμφωνία προβλέπει το Ταμείο θα έχει ορίζοντα 30ετίας και θα δημιουργηθεί ένα αποθεματικό ύψους 50 δισ. ευρώ που θα λειτουργεί και ως εγγύηση για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και άρα των προστασία. Από τα 50 δισ. ευρώ το 50% θα χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση των τραπεζών [εκτιμάται ότι θα χρειαστούν από 10-25 δισ. ευρώ, ανάλογα με τις ανάγκες], ενώ το υπόλοιπο 50% θα πάει σε ανάπτυξη [12,5 δισ. ευρώ] και χρέος [12,5 δισ. ευρώ].

  • Ακίνητα Τραπεζών

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter του Realestatenews για να λαμβάνετε καθημερινή ενημέρωση.

Τα Ακίνητα στη Ζωή μας

pomidaani

nomisma_140x60
baner-pontiki