Real Estate News NETWORKSOCIALOPINION.GR | INVESTNEWS.GR | PARATIRITIS.GR | PREMIUM.PARATIRITIS.GR

Περιβάλλον

Φρένο στις παραχωρήσεις παραλιών

Ασπίδα προστασίας κατά της μαζικής παραχώρησης του αιγιαλού, ευαίσθητου στοιχείου του οικοσυστήματος, για εκμετάλλευση στους ΟΤΑ, υψώνει το Ε' Τμήμα του ΣτΕ. Με απόφασή του (αριθμός 646/2015), η οποία δημοσιεύτηκε πριν από ένα μήνα ακριβώς, κρίνει παράνομη και ακυρώνει τη με αριθ. 1038460/2439/Β0010/15.4.2009 Κοινή Απόφαση των υφυπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών περί απευθείας παραχώρησης έναντι ανταλλάγματος του δικαιώματος απλής χρήσης αιγιαλού, παραλίας, όχθης και παρόχθιας ζώνης μεγάλων λιμνών και πλεύσιμων ποταμών στους ΟΤΑ α' βαθμού. Την αίτηση ακύρωσης είχε υποβάλει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών το 2009 και το δικαστήριο δέχτηκε τη συνέχιση της δίκης, καθώς η προσβαλλόμενη ΚΥΑ είχε αντικατασταθεί με όμοιες το 2013 και 2014. Στο σκεπτικό του, το δικαστήριο καθιστά σαφές ότι στα κοινόχρηστα πράγματα περιλαμβάνονται ο αιγιαλός και η παραλία, τα οποία ανήκουν στη δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην κοινοχρησία τους. Σε συνδυασμό δε με τις διατάξεις του Ν. 2971/2001 για την προστασία του οικοσυστήματος των παράκτιων ζωνών, η παραχώρηση δικαιωμάτων απλής χρήσης στους ΟΤΑ επιτρέπεται για την άσκηση δραστηριοτήτων οι οποίες είναι ήπιες και συμβατές με τον προορισμό τους ως κοινόχρηστων μόνο κατά περίπτωση και μεμονωμένα και αφού προηγηθεί λεπτομερής και εξατομικευμένη κρίση της διοίκησης. Το δικαστήριο κρίνει πως η ΚΥΑ είναι παράνομη σε δύο σημεία: Το πρώτο αφορά "τη συλλήβδην παραχώρηση με την προσβαλλόμενη ΚΥΑ του συνόλου των αιγιαλών της χώρας στους πρωτοβάθμιους ΟΤΑ που βρίσκεται εκτός των ορίων της εξουσιοδοτήσεως της παρ. 5 του άρθρου 13 του Ν. 2971/2001". Παράλληλα, λόγω της μεγάλης σημασίας του παράκτιου χώρου ως στοιχείου του φυσικού περιβάλλοντος, κατά τον παραπάνω νόμο η αρμοδιότητα παραχώρησης αιγιαλού και παραλίας ανήκει και στον υπουργό Περιβάλλοντος, από κοινού με τους υπουργούς Οικονομικών και Εσωτερικών. Το δεύτερο συνδέεται με την παραχώρηση της εκμετάλλευσης από τους ΟΤΑ σε τρίτους. Όπως τεκμηριώνεται στην απόφαση, "η έγκριση των υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών για την περαιτέρω μεταβίβαση σε τρίτους του δικαιώματος απλής χρήσης αιγιαλού και παραλίας εκ μέρους των ΟΤΑ ως παραχωρησιούχων χορηγείται κατά περίπτωση, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του νομοθέτη για την προστασία των παράκτιων οικοσυστημάτων που κινδυνεύουν από την υπερεκμετάλλευση και να διαφυλαχθεί η κοινοχρησία τους, δεδομένου άλλωστε πως δεν νοείται συλλήβδην εκ των προτέρων έγκριση εκ μέρους των αρμοδίων υπουργών μεταβιβάσεων που θα χωρίσουν μελλοντικά. Τούτο διότι αφενός έτσι απεμπολούν την αρμοδιότητα ασκήσεως εποπτείας επί των πράξεων των ΟΤΑ, ενώ ταυτόχρονα θέτουν σε διακινδύνευση τα παράκτια οικοσυστήματα. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 8 της προσβαλλόμενης ΚΥΑ, με την οποία εγκρίνεται η περαιτέρω μεταβίβαση του δικαιώματος απλής χρήσης αιγιαλού και παραλίας από τους ΟΤΑ α' βαθμού προς τρίτους, είναι εκτός των ορίων της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 15 παρ. 3 του Ν. 2971/2001". Λόγω της σπουδαιότητας του θέματος η υπόθεση παραπέμπεται στην επταμελή σύνθεση του τμήματος με δικάσιμο την 3η Ιουνίου 2015.

Ζητούνται ελεγκτές

Εθελοντές... «ράμπο» για τους ελέγχους των περιβαλλοντικών παραβάσεων ετοιμάζεται να χρησιμοποιήσει ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος Γιάννης Τσιρώνης. Το υπουργείο διαθέτει μόνον 104 υπαλλήλους για το περιβάλλον, τη δόμηση, τα μεταλλεία και την ενέργεια, όπως ανακοίνωσε στη συνάντηση που είχε με τον δήμαρχο Ανδραβίδας-Κυλλήνης  και τοπικούς φορείς, οι οποίοι διαμαρτύρονται για τη μονάδα αδρανοποίησης υποπροϊόντων σφαγής ζώων, που συνεχίζει να λειτουργεί παρά τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί. Στην πραγματικότητα, στην Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος εργάζονται περίπου 60 εξειδικευμένοι επιστήμονες. Από αυτούς 30 ανήκουν στη διεύθυνση περιβάλλοντος, περίπου 20 στους τομείς της ενέργειας και των μεταλλείων, ενώ είναι μόλις 7 στον έλεγχο των οικοδομών. Οι υπόλοιποι είναι υπάλληλοι γραφείου, ενώ λείπουν βασικές ειδικότητες, όπως νομικοί.

Αλαλουμ με τα δασικά

Εύσχημη υπεκφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε σχέση με τις δικές της ευθύνες για τον αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων και τη συνακόλουθη υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα διαπιστώνεται από την απάντησή της σε σχετική ερώτηση του Ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Κώστα Χρυσόγονου. Η Επιτροπή ουσιαστικά αποφεύγει να απαντήσει στα πολύ συγκεκριμένα ερωτήματα που θέτει ο Ευρωβουλευτής.

 

Ακολουθούν τα κείμενα της ερώτησης και της απάντησης:

Τον Δεκέμβριο του 2014 η ελληνική Βουλή ψήφισε νόμο με τον οποίο αποχαρακτηρίζονται μαζικά δασικές εκτάσεις και χαρακτηρίζονται ως βοσκότοποι. Ο νόμος αυτός ορίζει τους βοσκότοπους ως «εκτάσεις στις οποίες αναπτύσσεται αυτοφυής ή μη βλάστηση, ποώδης, φρυγανική ή ξυλώδης με θαμνώδη ή αραιά δενδρώδη μορφή ή και μικτή, οι οποίες δύνανται να χρησιμοποιηθούν για βόσκηση αγροτικών ζώων».

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Νέα Στρατηγική της ΕΕ για τα Δάση[1], οι αρχές που πρέπει να διέπουν τη δασική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η αειφόρος διαχείριση, η βέλτιστη χρήση των δασικών πόρων και η περιβαλλοντική ευθύνη.

Παράλληλα, ο κανονισμός (ΕΕ) 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[2] ορίζει ως βοσκότοπους εκτάσεις όπου αναπτύσσονται μόνο ή πάντως επικρατούν ποώδη φυτά, ή όπου υπάρχει καθιερωμένη τοπική πρακτική βοσκής.

Εν όψει των παραπάνω, ερωτάται η Επιτροπή:

– ποια όρια θέτει το ευρωπαϊκό δίκαιο στον αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων

– εάν ο ορισμός των βοσκότοπων που υιοθέτησε η ελληνική Βουλή συνάδει με το ευρωπαϊκό δίκαιο

– ποια μέριμνα θα ληφθεί από την Επιτροπή για την προστασία του δασικού πλούτου της Ελλάδας εν μέσω οικονομικής κρίσης;

 

Απάντηση του κ. Hogan εξ ονόματος της Επιτροπής (27.2.2015):

1. Η Επιτροπή δεν έχει αρμοδιότητα να θέτει όρια για τον αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων από τα κράτη μέλη. Ωστόσο, η Επιτροπή θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση της νομοθεσίας της ΕΕ σε συναφή πεδία, όπως η κοινή γεωργική πολιτική ή η σχετική περιβαλλοντική νομοθεσία.  Όσον αφορά περιβαλλοντικά ζητήματα στο πλαίσιο της νέας ελληνικής νομοθεσίας, η Επιτροπή παραπέμπει τον κ. βουλευτή στην απάντησή της στη γραπτή ερώτηση E-10619/2014.

 

2. Σημειώνεται ότι το κράτος μέλος είναι αρμόδιο να εξασφαλίζει ότι ο ορισμός των μόνιμων βοσκοτόπων και μόνιμων λειμώνων είναι σύμφωνος με τον ορισμό που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013[3], που προβλέπει απλώς τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των εκτάσεων που αποτελούν μέρος καθιερωμένης τοπικής πρακτικής ως μόνιμων βοσκοτόπων.

 

3. Τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για την προστασία και διαχείριση των δασών τους, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της ΕΕ. Σε επίπεδο ΕΕ, η πολιτική ανάπτυξης της υπαίθρου αναγνωρίζει τη σημασία των δασών για την αειφόρο ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών. Στο πλαίσιο του νέου κανονισμού για την αγροτική ανάπτυξη[4] υπάρχουν ειδικά μέτρα που παρέχουν στήριξη για την προστασία και τη βιώσιμη διαχείριση των δασών. Τα κράτη μέλη και οι περιφέρειες μπορούν να συμπεριλάβουν τα εν λόγω μέτρα στα οικεία προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης 2014-2020, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις προτεραιότητές τους.

 

 

 

[1] COM(2013) 659 τελικό, 20 Σεπτεμβρίου 2013

[2] EE L 347, 20 Δεκεμβρίου 2013

[3] ΕΕ L 347 της 20.12.2013

[4] Κανονισμός 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ΕΕ L 347 της 20.12.2013

Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει και το ελληνικό real estate

Συναγερμό για το περιβάλλον προκειμένου να αποφευχθεί η ερημοποίηση της χώρας. Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των κλιματικών προσομοιώσεων, προβλέπεται ότι μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα η θερμοκρασία στην Ελλάδα θα σημειώσει σημαντική άνοδο, ενώ το ύψος του υετού (του ποσοστού βροχόπτωσης) θα μειωθεί. Παράλληλα θα αυξηθούν δραστικά η ένταση των θερμών εισβολών και η διάρκεια των περιόδων ξηρασίας, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, τη σημαντική αύξηση του κινδύνου δασικών πυρκαγιών.

Η αύξηση της θερμοκρασίας, η ξηρασία, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα είναι μερικές από τις επιπτώσεις που θα οδηγήσουν σε μείωση της παραγωγικότητας, σε απώλεια κεφαλαίου και σε επιπλέον δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών. Αρνητικές συνέπειες θα υπάρξουν επίσης όσον αφορά τη βιοποικιλότητα, τα οικοσυστήματα της Ελλάδος και την υγεία των κατοίκων.

Αν η κλιματική αλλαγή εξελιχθεί με την ένταση που αναμένεται έως το 2050 και το 2100 χωρίς παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η σωρευτική ζημία για την ελληνική οικονομία μέχρι και το 2100 φθάνει τα 701 δισεκ. ευρώ, δηλ. ισοδυναμεί με το τριπλάσιο του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ της χώρας. Η αποφυγή ή ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής -περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς Κελσίου- απαιτεί μεγάλη προσπάθεια στους τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας, στην ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και στη διάδοση νέων τεχνολογιών σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένου του τομέα των μεταφορών. Το κόστος των μέτρων για την ελληνική οικονομία εκτιμήθηκε ότι σωρευτικά φθάνει τα 113 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2050 και συνολικά τα 142 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2100, δηλ. ισοδυναμεί με περισσότερο από το ήμισυ του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ. Το όφελος για την οικονομία θα είναι όμως πολλαπλάσιο, γιατί ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής, αν η μείωση των εκπομπών γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο, θα περιορίσει το κόστος των αρνητικών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία σχεδόν κατά 60% (σε 294 δισεκ. ευρώ σωρευτικά έως το 2100, έναντι 701 δισεκ. ευρώ σε περίπτωση μη δράσης).

Το σύνολο των επενδύσεων και δαπανών που θα απαιτηθούν συνολικά μέχρι το 2100 φθάνει τα 67 δισεκ. ευρώ, δηλ. ισοδυναμεί περίπου με το 1/3 του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ. Οι επενδύσεις αυτές, σε έργα υποδομής στους τομείς της γεωργίας, των μεταφορών, των δασών, του τουρισμού, καθώς και στις παράκτιες περιοχές και στο δομημένο περιβάλλον σε αστικές περιοχές, δεν εξαλείφουν το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, ούτε εκμηδενίζουν τις επιπτώσεις του, τις περιορίζουν όμως σημαντικά. Εκτιμήθηκε ότι οι επενδύσεις σε μέτρα προσαρμογής θα διασφαλίσουν μείωση του κόστους από την κλιματική αλλαγή σχεδόν κατά 30% (σε 510 δισεκ. ευρώ σωρευτικά έως το 2100, έναντι 701 δισεκ. ευρώ σε περίπτωση μη δράσης). Μείωση που ισοδυναμεί σχεδόν με το σημερινό ετήσιο ΑΕΠ.

Αντισυνταγματική η διάταξη για τις αναδασώσεις

Κραυγαλέα αντισυνταγματική είναι η διάταξη του σχεδίου νόμου (άρθρο 12 παράγραφος 2) η οποία αίρει την αναδάσωση σε δημόσια και ιδιωτικά δάση, άρα "καταργεί" την προστασία τους, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τα άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος, καθιστά σαφές η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής στη γνωμοδότησή της, με ημερομηνία 18.12. Στην έκθεσή της υπογραμμίζει ότι η προτεινόμενη ρύθμιση "καταλαμβάνει πλέον όλες τις εκτάσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, και δεν θέτει ως προϋπόθεση για την άρση της αναδάσωσης την έλλειψη δασικού χαρακτήρα". Με εργαλείο την πλούσια και πάγια νομολογία του ΣτΕ επισημαίνει ότι κατά το άρθρο 117 παράγραφος 3 του Συντάγματος "δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλον τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για τον λόγο αυτόν τον χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό". Κατά την έννοια αυτής της διάταξης "κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη προϋποθέσεων» (ΣτΕ 3980/2011 και ΣτΕ 1599/2014, ΣτΕ 952/1990, κατά την οποία η διάταξη έχει άμεση εφαρμογή «γιατί δεν εξαρτάται από την έκδοση νόμου, η [δε] προστασία των δασών θεσπίζεται χωρίς κανένα χρονικό όριο στο παρελθόν»). Η εξαίρεση από την υποχρέωση αναδάσωσης όσον αφορά εκτάσεις παρανόμως χρησιμοποιηθείσες προ της 11.6.1975, κατά τρόπον που να καθίσταται αδύνατη η ανατροπή της δημιουργηθείσας πραγματικής κατάστασης, έχει κριθεί ως αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Αντιθέτως, κατά το μέρος που αφορά δάσος ή δασική έκταση που έχουν οριστικώς απολέσει τον δασικό τους χαρακτήρα από νόμιμη αιτία, και δεν είναι δυνατή η ανατροπή τής, με νόμιμο τρόπο, δημιουργηθείσας πραγματικής κατάστασης, δεν αντίκειται στη συνταγματική διάταξη (ΣτΕ 1517/2009, 2126, 1316/2000,1573/2002). Κατά πάγια νομολογία, «από τα άρθρα 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις υπάγονται ως φυσικά αγαθά σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς προς διατήρηση της μορφής τους και της κατά προορισμό χρήσης τους, στο αυτό δε προστατευτικό καθεστώς υπάγονται και οι εκτάσεις που κηρύσσονται ως αναδασωτέες. Στις τελευταίες εξάλλου αυτές εκτάσεις, ανεξαρτήτως εάν είναι ιδιωτικές ή δημόσιες, απαγορεύονται επεμβάσεις πριν από την πραγματοποίηση του σκοπού της αναδάσωσης και την ανάκτηση της δασικής μορφής έκτασης". Η Επιστημονική Υπηρεσία παραπέμπει και στις συζητήσεις κατά την ψήφιση του Συντάγματος, τόσο στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή όσο και στην Ολομέλεια της Βουλής από τις οποίες προκύπτει ότι το αυστηρό καθεστώς προστασίας των αναδασωτέων εκτάσεων "θεσπίστηκε προκειμένου να προστατευθούν πολύτιμοι θύλακοι δασικών οικοσυστημάτων από την οικοπεδοποίηση".

  • Ακίνητα Τραπεζών

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter του Realestatenews για να λαμβάνετε καθημερινή ενημέρωση.

Τα Ακίνητα στη Ζωή μας

pomidaani

nomisma_140x60
baner-pontiki