Συναγερμό για το περιβάλλον προκειμένου να αποφευχθεί η ερημοποίηση της χώρας επιβάλουν τα πορίσματα της έκθεσης της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής, της Τράπεζας της Ελλάδος. Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των κλιματικών προσομοιώσεων, προβλέπεται ότι μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα η θερμοκρασία στην Ελλάδα θα σημειώσει σημαντική άνοδο, ενώ το ύψος του υετού (του ποσοστού βροχόπτωσης) θα μειωθεί. Παράλληλα θα αυξηθούν δραστικά η ένταση των θερμών εισβολών και η διάρκεια των περιόδων ξηρασίας, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, τη σημαντική αύξηση του κινδύνου δασικών πυρκαγιών. Η αύξηση της θερμοκρασίας, η ξηρασία, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα είναι μερικές από τις επιπτώσεις που θα οδηγήσουν σε μείωση της παραγωγικότητας, σε απώλεια κεφαλαίου και σε επιπλέον δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών.
Αρνητικές συνέπειες θα υπάρξουν επίσης όσον αφορά τη βιοποικιλότητα, τα οικοσυστήματα της Ελλάδος και την υγεία των κατοίκων. Αν η κλιματική αλλαγή εξελιχθεί με την ένταση που αναμένεται έως το 2050 και το 2100 χωρίς παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η σωρευτική ζημία για την ελληνική οικονομία μέχρι και το 2100 φθάνει τα 701 δισεκ. ευρώ, δηλ. ισοδυναμεί με το τριπλάσιο του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ της χώρας. Η αποφυγή ή ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής -περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς Κελσίου- απαιτεί μεγάλη προσπάθεια στους τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας, στην ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και στη διάδοση νέων τεχνολογιών σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένου του τομέα των μεταφορών.
Το κόστος των μέτρων για την ελληνική οικονομία εκτιμήθηκε ότι σωρευτικά φθάνει τα 113 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2050 και συνολικά τα 142 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2100, δηλ. ισοδυναμεί με περισσότερο από το ήμισυ του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ. Το όφελος για την οικονομία θα είναι όμως πολλαπλάσιο, γιατί ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής, αν η μείωση των εκπομπών γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο, θα περιορίσει το κόστος των αρνητικών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία σχεδόν κατά 60% (σε 294 δισεκ. ευρώ σωρευτικά έως το 2100, έναντι 701 δισεκ. ευρώ σε περίπτωση μη δράσης). Το σύνολο των επενδύσεων και δαπανών που θα απαιτηθούν συνολικά μέχρι το 2100 φθάνει τα 67 δισεκ. ευρώ, δηλ. ισοδυναμεί περίπου με το 1/3 του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ.
Οι επενδύσεις αυτές, σε έργα υποδομής στους τομείς της γεωργίας, των μεταφορών, των δασών, του τουρισμού, καθώς και στις παράκτιες περιοχές και στο δομημένο περιβάλλον σε αστικές περιοχές, δεν εξαλείφουν το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, ούτε εκμηδενίζουν τις επιπτώσεις του, τις περιορίζουν όμως σημαντικά. Εκτιμήθηκε ότι οι επενδύσεις σε μέτρα προσαρμογής θα διασφαλίσουν μείωση του κόστους από την κλιματική αλλαγή σχεδόν κατά 30% (σε 510 δισεκ. ευρώ σωρευτικά έως το 2100, έναντι 701 δισεκ. ευρώ σε περίπτωση μη δράσης). Μείωση που ισοδυναμεί σχεδόν με το σημερινό ετήσιο ΑΕΠ.