Την προηγούμενη Παρασκευή το υπουργείο Οικονομικών παραδέχθηκε ότι οι αντικειμενικές διατηρούνται για καθαρά φοροεισπρακτικούς λόγους. Εν μέσω αυτού του κλίματος, συνεχίζουν να επιβάλλονται νέοι φόροι ακινήτων με βάση ανύπαρκτες αξίες, σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 2007. Αγνοείται έτσι η κρίση που μεσολάβησε και δεν αναπροσαρμόζονται οι αντικειμενικές τιμές ώστε να ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση είναι δεδομένο ότι τα φορολογικά έσοδα θα μειώνονταν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και το ίδιο το ΔΝΤ, σε σχετική του έκθεση, εξέφραζε αμφιβολίες για τον ενιαίο φόρο ακινήτων επικαλούμενο, μεταξύ άλλων, και το γεγονός ότι η μέθοδος υπολογισμού του φόρου δεν σχετίζεται επαρκώς με την εμπορική αξία του ακινήτου, ακριβώς λόγω της διαφοράς που έχει προκύψει μεταξύ της αντικειμενικής και της πραγματικής τιμής. Σύμφωνα με μεσίτες, «στο σύνολο των δήμων της χώρας, οι εμπορικές τιμές έχουν υποχωρήσει κάτω από τις αντικειμενικές. Οσο και να μη συμφέρει το κράτος από πλευράς φορολογικών εσόδων, οι αντικειμενικές αξίες θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν προς τα κάτω, καθώς μόνο έτσι θα διορθωθεί η εικόνα της αγοράς, ώστε αυτή να μπορέσει να πραγματοποιήσει ένα νέο ξεκίνημα». Σύμφωνα με τους ίδιους, οι αντικειμενικές αξίες είναι πλασματικές και δημιουργούν τεράστιο πρόβλημα με τους δυσβάστακτους φόρους, έμμεσους, ή άμεσους, που συνδέονται με αυτές. Αλλωστε, σχεδόν 20 επιμέρους φόροι ακινήτων συνδέονται με τις αντικειμενικές τιμές, όπως ο φόρος μεταβίβασης, οι φόροι κληρονομιάς και γονικής παροχής και φυσικά τα τεκμήρια διαβίωσης, που περιλαμβάνουν και την ακίνητη περιουσία.