Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το εμπόριο είναι ο «καθρέπτης» της «νέας» οικονομίας. Η επισήμανση αυτή έχει καλύπτει πολλούς και διαφορετικούς χώρους δραστηριότητας καθώς οι αλλαγές που έχουν καταγραφεί τις τελευταίες δεκαετίες στους τομείς των προμηθειών, της οργάνωσης και του λιανεμπορίου είχαν καταλυτικές επιπτώσεις τόσο στην εμπορική δραστηριότητα όσο και σχέση του καταναλωτή με το εμπόριο. Η πρώτη και ιδιαίτερα σημαντική αλλαγή που καταγράφηκε αφορά την παραγωγή και την προώθηση της στις τελικές αγορές. Δεν θα πρέπει να θεωρείται τυχαίο το γεγονός ότι ένα σημαντικό μερίδιο της παραγωγής σε τομείς όπως η ένδυση και η υπόδηση και η αγορά αγορά ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών μεταφέρθηκε από τις χώρες της Ε.Ε. και των ΗΠΑ στις λεγόμενες τρίτες χώρες. Με αιχμή του δόρατος το φτηνό εργατικό κόστος χώρες όπως η Κίνα , η Ινδία , η Βραζιλία , το Μεξικό αλλά και οι «τίγρεις» της Ν.Α Ασίας μετατράπηκαν σε χώρες προμηθευτές των αγορών της ανεπτυγμένων χωρών ενώ ταυτόχρονα οδήγησαν σε υπαρξιακά αδιέξοδα του δυτικούς ανταγωνιστές τους. Στην πραγματικότητα οι αλλαγές αυτές επηρέασαν άμεσα το εμπόριο αφού οι επιπτώσεις τους ξεκινούσαν από την φύση και τον χαρακτήρα του ίδιου του προϊόντος , συνέχιζαν στο τομέα των μεταφορών και κατέληγαν στο τρόπο οργάνωσης της εμπορικής στις καταναλώτριες χώρες. Τη νέα αυτή πραγματικότητα την ζήσαμε στην Ελλάδα την τελευταία 15ετία με μία σειρά αλλαγών που αφορούσαν όλη την γκάμα της εμπορικής δραστηριότητας (εισαγωγές , χονδρεμπόριο, λιανεμπόριο). Η συρρίκνωση του κλάδου του χονδρεμπορίου είναι μία απτή απόδειξη των αλλαγών αυτών οι οποίες δεν περιορίσθηκαν εκεί. Σταδιακά , καταγράφηκε αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης στο λιανεμπόριο με αιχμή του δόρατος τους κλάδους των τροφίμων και των ποτών όπου οι αλυσίδες σουπερ μάρκετ κατέκτησαν τεράστια μερίδια αγοράς εκτοπίζοντας από αυτή παραδοσιακές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου. Ανάλογα φαινόμενα , αλλά σημαντικά μικρότερης έντασης , καταγράφηκαν και σε άλλους τομείς του εμπορίου όπως για παράδειγμα στους κλάδους ένδυσης και υπόδησης αλλά και στα ηλεκτρικά είδη. Η αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης επηρέασε και την οργάνωση του εμπορίου με την μαζική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια οργανωμένων εμπορικών χώρων –εμπορικά κέντρα- τα οποία συγκέντρωσαν τόσο τις μεγάλες επιχειρήσεις όσο και τις μικρότερες εμπορικές επιχειρήσεις οι οποίες προσπάθησαν –και προσπαθούν-να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά. Φυσικά όλα αυτά επηρέασαν τόσο τα καταναλωτικά πρότυπα όσο και τις καταναλωτικές συνήθειες με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει στην δραστηριότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων του κλάδου. Ένα ακόμα στοιχείο που δεν πρέπει να υποβαθμισθεί είναι η εντονότερη χρόνο με τον χρόνο παρουσία πολυεθνικών εμπορικών αλυσίδων στην αγορά οι οποίες εκμεταλλευόμενες την δυνατότητα εκμετάλλευσης οικονομιών κλίμακας σε όλες τις φάσεις της εμπορικής δραστηριότητας συνέβαλλαν στην όξυνση του ανταγωνισμού. Παρατηρούμε επομένως αλλαγές συστεμικού χαρακτήρα οι οποίες καθώς αλλάζουν την φυσιογνωμία της αγοράς σε όλα τα επίπεδα . Όλα αυτά μπορεί να χαρακτηριστούν ως «διάγνωση» που αν περιοριστούμε σε αυτή ούτε επηρεάζουμε ούτε παρεμβαίνουμε στις εξελίξεις. Σίγουρα το να υπερασπίζεται κανείς λύσεις που παραπέμπουν σε κάθε λογής προστατευτισμό είναι πιο ασφαλής τρόπος για να μη αντιμετωπίζεις καμία κατάσταση. Τα ευχολόγια και οι αφορισμοί δεν καθιστούν τις πολυεθνικές λιγότερο ανταγωνιστικές ούτε τα εμπορικά κέντρα «απωθητικά». Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι το κατά πόσο εξασφαλίζονται οι όροι που θα εγγυώνται τον ελεύθερο ανταγωνισμό, την άρση του προστατευτισμού –και δυστυχώς σε πολλές εκφάνσεις της πολιτικής καταγράφονται αποφάσεις που αποτελούν έμμεση βοήθεια στις μεγάλες αλυσίδες-, την διαφάνεια και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον ισονομίας και ίσης μεταχείρισης. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό απαιτείται μακροχρόνιος σχεδιασμός με τον οποίο θα εξασφαλίζονται συνθήκες σταθερότητας-φορολογικής, χωροταξικής κ.α- ώστε οι εμπορικές επιχειρήσεις να δρουν σε ένα περιβάλλον το οποίο θα μεταβάλλεται και θα διευκολύνει επενδύσεις επέκτασης και εκσυγχρονισμού.