Σε κακή κατάσταση είναι το θαλάσσιο περιβάλλον του Κορινθιακού κόλπου με σοβαρότερη πηγή ρύπανσης τη έκχυση των στερεών αποβλήτων στον κόλπο, κατά την παραγωγή αλουμινίου από βωξίτη. Ο Κορινθιακός κόλπος είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στις συνέπειες της ρύπανσης εξαιτίας της αργής ανανέωσης των υδάτων του. Από το 1970 στον κόλπο των Αντικύρων σε απόσταση δύο χιλιομέτρων εκχύονται στερεά απόβλητα από τη διαδικασία παραγωγής αλουμινίου από το εργοστάσιο «Αλουμίνιον της Ελλάδος Α.Ε.». Πρόκειται, για τη λεγόμενη «κόκκινη λάσπη», που έχει πλέον καλύψει μεγάλη επιφάνεια του πυθμένα του Κορινθιακού κόλπου. Σύμφωνα με στοιχεία του πανεπιστημίου Πατρών η κόκκινη λάσπη το 1990 κάλυπτε 300 km2 στον πυθμένα του κόλπου, έκταση που αντιστοιχεί στο 12% της συνολικής επιφάνειας. Είναι φανερό ότι η έκταση που καλύπτεται σήμερα από αυτή τη λάσπη θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη, ωστόσο δεν έχουν πραγματοποιηθεί συγκεκριμένες μετρήσεις. Η «κόκκινη λάσπη» περιέχει υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων όπως είναι φυσικό, τα οποία υπερσυσσωρεύονται στους θαλάσσιους οργανισμούς -δηλαδή κάθε ποσότητα που λαμβάνει ένας οργανισμός προστίθεται στις προηγούμενες και δεν διαλύεται- αλλά και σε αυτούς που στη συνέχεια καταναλώνουν τα αλιεύματα από την περιοχή. Ωστόσο, σoβαρή είναι και η επίδραση της υπεραλίευσης στην περιοχή. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος το 65-70% των ψαριών στη χώρα μας υπεραλιεύεται. Από μελέτη του προκύπτει ότι στον Κορινθιακό κόλπο αλιεύονται ολοένα και μεγαλύτερα ψάρια, γεγονός που δεν αποδίδεται στην αύξηση των μεγάλων ψαριών στη συγκεκριμένη περιοχή, αλλά στον εκσυγχρονισμό και την αύξηση της αποτελεσματικότητας των αλιευτικών εργαλείων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχουμε γίνει «ικανότεροι» στο να πιάνουμε ψάρια και κατά συνέπεια τα βαθύτερα νερά που λειτουργούσαν σαν φυσικά θαλάσσια καταφύγια είναι πλέον ευάλωτα στην ανθρώπινη παρέμβαση.