Κυριακή Μαΐου στα όρια του Μεταξουργείου με το Κεραμικό. Η οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου φαίνεται ότι έχει εγκαταλειφθεί. «Χρειάζεται νερό για να μας δίνει δροσιά.» λέει ο καφετζής , ένας απροσδιορίστου ηλικίας κοντός μελαχρινός άνδρας μιλώντας για τη κληματαριά του μαγαζιού του και σπεύδει να συμπληρώσει «αυτό το οίκημα είναι από το 1827 . Οι πρόσφατοι σεισμοί δεν το πείραξαν. Μας πείραξαν όμως οι αλλοδαποί. Εδώ έχουμε κάμποσους από δαύτους για να μας κάνουν να θυμόμαστε την εγκατάλειψη. Να τελειώσει αυτό το ρημάδι να δούμε τι θα γίνει και αν θα αλλάξει επιτέλους κάτι» λέει δείχνοντας ένα καταπληκτικό διατηρητέο πάνω στη πλατεία το οποίο κατά τα λεγόμενα του έχει περάσει στο έλεγχο γνωστού ηθοποιού ο οποίος προτίθεται να το μετατρέψει σε σχολή θεατρικών σπουδών αλλά και σε χώρο ψυχαγωγίας. «Δεν είναι μόνο αυτός εδώ δίπλα έχουν ανοίξει δύο μικρά θεατράκια » λέει δείχνοντας με το κεφάλι του το διπλανό αδιέξοδο πεζόδρομο. «Και αυτά απέναντι τι είναι;» το ρωτάω δείχνοντας του ένα εγκαταλελειμμένο διώροφο κτίριο που θυμίζει αποθήκη και το ισόγειο διπλανής μονοκατοικίας που έχει την ταμπέλα-ταυτότητα της επαγγελματικής δραστηριότητας του «φαρμακαποθήκες » απαντά μονολεκτικά συμπληρώνοντας ότι «ανοίγουν λίγες ώρες καθημερινά» Εκεί σταμάτησα τη συζήτηση καθώς ήταν Κυριακή και οι θαμώνες του καταστήματος , άνθρωποι μεγάλης ηλικίας από τη γειτονιά που παρέπεμπαν σε μία άλλη εποχή , με κοιτούσαν σαν παρείσακτο που χρησιμοποίησε το πρόσχημα του «ελληνικού» ήθελε να μαζέψει πληροφορίες. Και σίγουρα η περιοχή με το εγκαταλελειμμένο κτίριο το ΙΚΑ στη Πειραιώς αλλά και τα δεκάδες μαγαζιά κινέζικων και ο θεός να ήξερε ποιών άλλων συμφερόντων θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα χειροπιαστό παράδειγμα του αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει η αγορά του εμπορικού κέντρου . Ταυτόχρονα όμως θα μπορούσε να δώσει τη συνταγή του «φαρμάκου» για να αποτραπεί το μοιραίο που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο οικονομικός θάνατος χιλιάδων εμπορικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων του ιστορικού «τριγώνου» που λίγες δεκαετίες πριν ευημερούσαν . Σήμερα στη θέση τους είτε χάσκουν εγκαταλελειμμένα ακίνητα που αναζητούν επενδυτή (στη Αιόλου στη πλατεία της Αγ. Ειρήνης όπου το ίδρυμα Χατζηκώστα αναζητεί επενδυτή για ένα γωνιακό πανέμορφο διώροφο διατηρητέο) είτε περιμένουν μαζί με τους επιχειρηματίες τη σύνταξη. Δυστυχώς η έλλειψη πολιτικής, ο ανταγωνισμός από τις μεγάλες εμπορικές αλυσίδες που περικυκλώνουν με μεθοδικότητα το «τρίγωνο» από όλες τις πλευρές, τα πολυκαταστήματα που έχουν απλώνονται στις πλευρές του τριγώνου και κυρίως ο «θάνατος» οικονομικών δραστηριοτήτων οι οποίοι πριν από μερικές δεκαετίες ήταν το οξυγόνο του ελληνικού εμπορίου έχουν σφραγίσει το «πιστοποιητικό θανάτου» του εμπορικού κέντρου. Τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας για τα κενά μαγαζιά είναι αποκαλυπτική τόσο της πραγματικότητας όσο και του …μέλλοντος. Σε κάθε εκατό μαγαζιά του παραδοσιακού εμπορικού τριγώνου τα 20 περίπου είναι κλειστά. Επειδή όμως η επιστήμη της στατιστικής είναι σαν την πλαστελίνη , δηλαδή τα συμπεράσματα τα παρουσιάζεις όπως θέλεις , η προηγούμενη εικόνα είναι στην πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη. Συγκεκριμένα η έρευνα λαμβάνει υπόψη και τη διαθεσιμότητα σε κεντρικούς δρόμους του κέντρου της πόλης όπως για παράδειγμα τη Πανεπιστημίου, τη Σταδίου, τη Ερμού τη Αιόλου και της Αθηνάς. Στους δρόμους αυτούς ο δείκτης διαθεσιμότητας εμπορικών καταστημάτων είναι σημαντικά χαμηλότερος με αποτέλεσμα να επηρεάζει και το μέσο όρο. Όμως η πραγματικότητα απεικονίζεται στους δείκτες διαθεσιμότητας μικρών εμπορικών δρόμων όπως η Αγ. Ειρήνης , η Χρυσοσπιλιωτίσης, η Θησέως αλλά και μεγαλύτερων όπως η Αιόλου , οι οποίοι αγγίζουν σε ορισμένες περιπτώσεις και το 60%. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το πρόβλημα δεν υφίσταται είτε σε δρόμους με έντονη δραστηριότητα εμπορικών αλυσίδων είτε σε δρόμους που έχουν ελιχθεί σε πιάτσες συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα σε δρόμους γύρω από τη Βίσσης που δραστηριοποιούνται χονδρεμπορικές επιχειρήσεις ειδών κιγκαλερίας το πρόβλημα είναι σαφώς μικρότερης έντασης σε σχέση με γειτονικούς δρόμους οι οποίοι μέχρι πριν λίγα χρόνια «φιλοξενούσαν» εμπορικές δραστηριότητες που σχετίζονταν με είδη ένδυσης και λευκά είδη. Οι επιχειρήσεις αυτές βρέθηκαν στη μέση των πυρών των «κινέζων» , των πολυκαταστημάτων και των εμπορικών αλυσίδων με αποτέλεσμα η μία μετά την άλλη να αναστέλλει τη λειτουργία της. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για τις επιχειρήσεις της Αιόλου που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο υφασμάτων οι οποίες πλέον επιβιώνουν από μερικές εκατοντάδες «εύπορους κατοίκους» της πόλης. Μία άλλη όψη του ίδιου προβλήματος μπορεί να αντικρίσει κανείς στο τμήμα της Ερμού από το Μοναστηράκι μέχρι τον Σταθμό του Ηλεκτρικού στο Θησείο. Εκεί ο συνδυασμός της μετατροπής του Ψειρή σε διασκεδαστήριο με το «παραδοσιακό» χαρακτήρα της περιοχής δημιούργησε ζήτηση για εμπορικούς χώρους που καλύπτει και τις δύο αυτές δραστηριότητες. «Ουσιαστικά η διαπίστωση αυτή αναδεικνύει το πραγματικό πρόβλημα του εμπορικού κέντρου. Την έλλειψη στρατηγικής για το ρόλο του στη νέα Αθήνα που έχει ξεκινήσει να δημιουργείται. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι στη Αιόλου η προσφορά κενών καταστημάτων καλύφθηκε από δραστηριότητες που σχετίζονται με την εστίαση και τη ψυχαγωγία. Ανάλογη άλλωστε είναι και η πορεία της αγοράς σε περιοχές όπως το Ψειρή , το Κεραμικό και το Γκάζι όπου με συγκεκριμένες παρεμβάσεις μετασχηματίσθηκε η εμπορική τους φυσιογνωμία από χώρους βιοτεχνιών σε χώρους πολιτισμού , διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Θα μπορούσε μάλιστα να οδηγηθεί κανείς στο ίδιο συμπέρασμα και για τις περιοχές του κέντρου με έντονη επιχειρηματική παρουσία των αλλοδαπών οι οποίοι έχουν «κτίσει» από τη μία πλευρά το δικό τους γκέτο αλλά από την άλλη οι δείκτες διαθεσιμότητας των καταστημάτων στις περιοχές είναι σχεδόν μηδενικοί.» σχολίαζε αναλυτής