Όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, οι υπερβολικές αντικειμενικές αξίες και το ιδιότυπο καθεστώς φορολόγησης αποθαρρύνουν τους αγοραστές. Ο νομοθέτης προβλέπει ως επίσημη τιμή μεταβίβασης των ακινήτων την αντικειμενική, δημιουργώντας στρέβλωση και «πονοκεφάλους» σε όσους προχωρούν στην αγορά ακινήτου. Έτσι, όσο χαμηλά και να υποχωρήσουν οι τιμές στα ακίνητα και όσοι απεγνωσμένοι πω-λητές και να υπάρξουν, δεν πρόκειται να καταγραφεί στην ελληνική κτηματαγορά μπαράζ πράξεων αγοραπωλησίας, εξαιτίας του στρεβλού φορολογικού καθεστώτος, όπως αναφέρουν κορυφαίοι παράγοντες της αγοράς.
Για παράδειγμα, ο φόρος μεταβίβασης υπολογίζεται με βάση την αντικειμενική αξία. Με την ίδια τιμή υπολογίζεται και το τεκμήριο απόκτησης του ακινήτου για τον αγοραστή. Γ ια παράδειγμα, ένας φορολογούμενος αγοράζει ένα κατάστημα αντικειμενικής αξίας 200.000 ευρώ έναντι 100.000 ευρώ. Αν και κατέβαλε 100.000 ευρώ, η φορολογική νομοθεσία προβλέπει ότι είναι υποχρεωμένος να δικαιολογήσει την προέλευση των 200.000 ευρώ, που είναι η αντικειμενική αξία.
Το θέμα έχει προκαλέσει δικαστικές προσφυγές από πολλούς φορολογουμένους που έχουν δικαιωθεί. Ωστόσο, η σχετική διάταξη παραμένει και, λόγω αυτού του παραλογισμού, οι αγοραστές καλούνται να φορολογηθούν για δαπάνη που δεν πραγματοποίησαν. Στην προκειμένη περίπτωση για τη διαφορά των 100.000 ευρώ μεταξύ της αντικειμενικής τιμής και του πραγματικού τιμήματος.