Σταθερή ζήτηση από Ελληνες ενδιαφερομένους, που καταλήγει σε συναλλαγές αξίας άνω των 100 εκατ. ετησίως, συγκεντρώνει η λονδρέζικη αγορά ακινήτων. Η δραστηριότητα αυτή έχει ενταθεί ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, καθώς αναζητούνται εναλλακτικές τοποθετήσεις εξαιτίας της αβεβαιότητας για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα εν γένει και το ελληνικό ειδικότερα. Μία Ελληνίδα σύμβουλος ακινήτων,, η οποία έχει κάνει ορισμένες από τις μεγαλύτερες πράξεις ακριβών ακινήτων του Λονδίνου (στους αγοραστές, μεταξύ άλλων, συγκαταλέγονται Ελληνες εφοπλιστές και επιχειρηματίες, αλλά και μέλη της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας και Ρώσοι), περιγράφει το κλίμα των ημερών στο Λονδίνο, ως εξής:
«Τους τελευταίους μήνες, η ζήτηση από την Ελλάδα έχει κλιμακωθεί, καθώς ολοένα και περισσότεροι απ’ αυτούς που διαθέτουν ακόμα ρευστότητα αναζητούν ασφάλεια στη βρετανική αγορά ακινήτων». Με τις ετήσιες επενδύσεις των ξένων στη βρετανική αγορά ακινήτων να ξεπερνούν τα 4 δισ. ευρώ, οι Ελληνες πλέον καλύπτουν το 3% της πίτας και έχουν αναδειχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους επενδυτές στον τομέα αυτό στο Λονδίνο. Σήμερα, το βρετανικό φορολογικό καθεστώς της αγοράς ακινήτων είναι από τα πλέον ανταγωνιστικά στην Ευρώπη, ακόμα και ενόψει αλλαγών, εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης που πλήττει και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, το κόστος συναλλαγής παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό, ενώ η ήδη ισχυρή ζήτηση για μια «παγκόσμια πρωτεύουσα», όπως το Λονδίνο, εξακολουθεί να παραμένει σταθερή τις τελευταίες περίπου τρεις δεκατείες. Το γεγονός αυτό μεταφράζεται και σε αυξημένη ρευστότητα, δηλαδή δυνατότητα να εκποιηθεί η ακίνητη περιουσία εύκολα εφόσον κριθεί απαραίτητο από τον ιδιοκτήτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο φόρος μεταβίβασης, που είναι και ο μόνος, ανέρχεται στο 3% της αξίας για ακίνητα έως 500.000 στερλίνες, στο 4% για ακίνητα από 500.000 έως και 1.000.000 και 7% από εκεί και πάνω.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ιστορίας; Παράλληλα με τους αγοραστές, αυξημένος είναι, τελευταία, και ο αριθμός εκείνων των Ελλήνων που, έχοντας αγοράσει κατοικίες παλιότερα, επιδιώκουν τώρα την πώλησή τους, συνήθως για να αντιμετωπίσουν οικονομικές ανάγκες που έχουν ανακύψει στην Ελλάδα εξαιτίας της κρίσης. Η απουσία φόρου υπεραξίας στη βρετανική αγορά ακινήτων αποτελεί έναν ακόμα λόγο για τον οποίο οι τοποθετήσεις εκεί, συχνά, προτιμώνται από άλλες ευρωπαϊκές, αλλά και διεθνείς πρωτεύουσες, της Νέας Υόρκης εξαιρουμένης. Το τελευταίο έτος καταγράφεται άνοδος της τάξης του 15% στις καλές περιοχές και σε επιλεγμένα διαμερίσματα, που κοστίζουν πλέον από 5.000.000 στερλίνες και άνω, ενώ ακόμα μεγαλύτερη είναι η υπερτίμηση σε ακίνητα των οποίων οι αξίες κυμαίνονται από 500.000 στερλίνες έως 2.000.000. Αυτό το εύρος τιμών είναι που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ελληνικό διαφέρον, το οποίο πλην των επιχειρηματιών προέρχεται, σύμφωνα με πληροφορίες, και από γιατρούς.