Η συνεχής άνοδος του ηλεκτρονικού εμπορίου στην εγχώρια αγορά λιανεμπορίου, η αναβάθμιση του λιμανιού του Πειραιά στην αλυσίδα του διεθνούς διαμετακομιστικού εμπορίου και η ενεργοποίηση των σιδηροδρομικών γραμμών για τη μεταφορά εμπορευμάτων διεθνών κι εγχώριων ομίλων προς τις αγορές του εξωτερικού, αναμένεται να αποτελέσουν το βασικό τρίπτυχο που θα τροφοδοτήσει τη μελλοντική ανάπτυξη του κλάδου των αποθηκευτικών κέντρων (logistics). Οι εξελίξεις στο λιανεμπόριο και η όλο και μεγαλύτερη στροφή των καταναλωτών στις ηλεκτρονικές αγορές έχουν δώσει ώθηση σε νέους υπο-κλάδους αποθηκευτικών κτιρίων, όπως μεγάλης επιφάνειας κεντρικές αποθήκες παραλαβής, με τυπικό μέγεθος τα 50.000 τ.μ. και εγκατάσταση πέριξ μεγάλων αστικών κέντρων, τα οποία διαχειρίζονται είτε οι ίδιοι οι λιανέμποροι ή εταιρείες υπηρεσιών logistics». Επίσης, έχουν ανακύψει σταθμοί συσκευασίας και κέντρα διαλογής, όπως επίσης και κέντρα παράδοσης προϊόντος, τα οποία χειρίζονται το «τελευταίο χιλιόμετρο» της διαδρομής μέχρι τον καταναλωτή. Τέλος, έχουν δημιουργηθεί και σταθμοί επιστροφών προϊόντων για όσα προϊόντα οι καταναλωτές αποφασίσουν ότι δεν θα κρατήσουν τελικά, ειδικά στον χώρο της μόδας. Οι τελευταίες αυτές εξελίξεις στον κλάδο των αποθηκευτικών κέντρων έχουν καταστεί εμφανείς κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, όταν ξεδιπλώθηκε η δυναμική του κλάδου του ηλεκτρονικού εμπορίου. Σε κάθε περίπτωση, το ηλεκτρονικό εμπόριο αναμένεται να συνδράμει στην περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου των logistics, ιδίως αν υπολογιστεί ότι η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά του διεθνούς μέσου όρου και επομένως τα περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης του κλάδου είναι μεγάλα. Ειδικότερα, με βάση τα ευρήματα της ετήσιας έρευνας για το ηλεκτρονικό εμπόριο, που πραγματοποιείται από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, προκύπτει ότι η σχετική δραστηριότητα αναπτύχθηκε με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 25% κατά το 2013. Παρ’ όλα αυτά παραμένει σε χαμηλό επίπεδο συγκριτικά με το εξωτερικό, δεδομένου ότι μόλις το 35% των χρηστών Διαδικτύου προχώρησε σε κάποια ηλεκτρονική αγορά το 2013, έναντι ποσοστού 70% στην υπόλοιπη Ευρώπη. Σύμφωνα επίσης με τη σχετική έρευνα, τα 2/3 των ηλεκτρονικών αγορών αφορούν ελληνικής προέλευσης επιχειρήσεις και το υπόλοιπο 1/3 αφορά σε διεθνή ηλεκτρονικά καταστήματα.