Real Estate News NETWORKSOCIALOPINION.GR | INVESTNEWS.GR | PARATIRITIS.GR | PREMIUM.PARATIRITIS.GR

Σχόλια

Επιστρέφουν μετά 67 χρόνια

«Η Γερμανία έχει ξεκινήσει επενδυτική επίθεση στην Ελλάδα», δήλωσε χθες  από την Αθήνα ο Γερμανός υφυπουργός Οικονομίας Στέφεν Καπφέρερ, μέσα στο βαρύ πολιτικό και οικονομικό κλίμα που πυροδοτούν το θέμα των εγγυήσεων που εγείρουν χώρες μέλη της Ε.Ε., η ένσταση της Βραζιλίας για συμμετοχή του ΔΝΤ σε δεύτερο δάνειο, η ασφυξία στο μέτωπο της ρευστότητας αλλά και οι προθέσεις της κυβέρνησης για επαναδιαπραγμάτευση του Μεσοπρόθεσμου. Από τις πολύωρες συναντήσεις που είχε χθες ο Γερμανός αξιωματούχος με τους κορυφαίους οικονομικούς υπουργούς της κυβέρνησης (Βενιζέλος, Χρυσοχοΐδης και Παπακωνσταντίνου) έγινε ξεκάθαρο ότι η Γερμανία θέτει συγκεκριμένους όρους για να κινητοποιήσει επενδυτικά κεφάλαια προς τη χώρα μας με αιχμή τον τομέα της ενέργειας και των στρατηγικών υποδομών, καθώς και τον τουρισμό, τη βιομηχανία και τη διαχείριση αποβλήτων. Εγινε επίσης σαφές ότι η γερμανική κυβέρνηση επιδιώκει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη δύσκολη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και, σε συνδυασμό με τις τιμές εκποίησης των υποδομών και της δημόσιας περιουσίας, να διαμορφώσει τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις για την «ασφαλή» απόβαση γερμανικών κεφαλαίων, με όρους και κανόνες που θα είναι ευνοϊκότεροι από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η ανταπόκριση δε που βρίσκουν οι προτάσεις τους από την ελληνική κυβέρνηση δείχνουν ότι η χώρα μας είναι πρόθυμη να αναδείξει τη Γερμανία σε προνομιακό στρατηγικό εταίρο, με άξονα κυρίως τον ενεργειακό τομέα και τις στρατηγικές υποδομές.

Η Κατάρρευση της συνταγματικής νομιμότητας

 

 

του Προκόπη Παυλόπουλου

Βουλευτή, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

 

 

Κατά το τελευταίο διάστημα, και ιδίως μετά την ψήφιση του ν. 3845/2010 και τη συνακόλουθη έναρξη εφαρμογής της εν γένει πολιτικής των Μνημονίων είμαστε μάρτυρες μιας κυριολεκτικώς αλλοπρόσαλλης, πρωτίστως δε καταφανώς άδικης και ισοπεδωτικής αλλά και οικονομικώς παντελώς αδιέξοδης και αναποτελεσματικής, φορολογικής «πολυνομοθεσίας». Οι ψηφιζόμενοι νόμοι είναι υπαίτιοι της φορολογικής καταιγίδας, η οποία από τη μια πλευρά αποδυναμώνει το εισόδημα και την -υπό την ευρεία του όρου έννοια- περιουσία κυρίως των οικονομικώς ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων και επέκεινα «στεγνώνει» την αγορά. Και, από την άλλη, οδηγούν σ’ ευθεία παραβίαση του Συντάγματος, με αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα την παραβίαση πρώτον, της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, κατ’ άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Και, δεύτερον, της αρχής της νομιμότητας του φόρου, κατ’ άρθρο 78 του Συντάγματος. Στο αμιγώς θεσμικό αυτό ζήτημα, ως προς τις δύο προαναφερόμενες πτυχές του, είναι αφιερωμένες οι –κατ’ ανάγκη σύντομες και, για το λόγο αυτό, ως ένα σημείο ελλειπτικές- σκέψεις που ακολουθούν. I. Κατ’ άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Η διάταξη αυτή καθιερώνει την θεμελιώδη αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, η οποία αφορά ουσιαστικά το σύνολο της περιουσίας, όπως άλλωστε φαίνεται από τη διατύπωση των προγενέστερων του 1911 Ελληνικών Συνταγμάτων .

Α. Η αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών –ουσιώδης έκφραση της διανεμητικής δικαιοσύνης- προστατεύει από την αυθαίρετη φορολόγηση το σύνολο της περιουσίας. Ήτοι τόσο τα κατ’ άρθρο 17 του Συντάγματος εμπράγματα δικαιώματα όσο και τα λοιπά –κατά κανόνα ενοχικού χαρακτήρα- περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα κεκτημένα οικονομικά δικαιώματα. Αυτό προκύπτει από το συνδυασμό των ως άνω συνταγματικών διατάξεων με εκείνες του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως ερμηνεύονται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου . Το θεσμικό αυτό πλέγμα εγγυήσεων αποτρέπει την αποδυνάμωση του πυρήνα της περιουσίας, με την προαναφερόμενη έννοια, κατά την ψήφιση και εφαρμογή των φορολογικών νόμων. Επικουρείται δε ισχυρώς προς την ίδια κατεύθυνση από την ανάγκη τήρησης, και εκ μέρους των νομοθετικών και διοικητικών οργάνων που ασκούν φορολογικές αρμοδιότητες, της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας.

Β. Αυτόν τον πυρήνα της περιουσίας, κατά παραβίαση των διατάξεων του Συντάγματος που εκτέθηκαν, θίγει ο εξής συνδυασμός, διαρκώς επιδεινούμενων, από πλευράς επιβάρυνσής της, φορολογικών παρεμβάσεων.

1. Πρώτον, η ραγδαία αύξηση –με γεωμετρική μάλιστα πρόοδο- των έμμεσων φόρων και, ιδίως, του ΦΠΑ. Αύξηση η οποία εξανεμίζει το –επίσης δραματικώς συρρικνούμενο λόγω μειώσεων- εισόδημα πρωτίστως των ασθενέστερων οικονομικώς κοινωνικών ομάδων. 2. Δεύτερον, στο πεδίο της άμεσων φόρων μεγαλύτερο θύμα εμφανίζεται η ακίνητη περιουσία, της οποίας ο πυρήνας έχει αρχίσει να τήκεται υπό το κυκλώπειο βάρος αφενός της πρωτόγνωρης αύξησης των φορολογικών συντελεστών. Και, αφετέρου –και κυρίως- της εκτός οικονομικής πραγματικότητας και κανόνων της αγοράς αύξησης των αντικειμενικών αξιών. Με τη σημερινή πορεία των οικονομικών δεδομένων σε λίγους μήνες η πλειοψηφία των Ελλήνων, ανεξαιρέτως εισοδήματος, θα είναι, με τη φορολογική αυτή νοοτροπία, ιδιοκτήτες Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας! II. Το άρθρο 78 του Συντάγματος καθιερώνει την αρχή της νομιμότητας του φόρου, ήτοι τον κανόνα της επιβολής του μόνο με τυπικό νόμο. Την αρχή αυτή συμπληρώνουν –όπως γίνεται ομοφώνως δεκτό στη θεωρία και τη νομολογία, ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας- και οι παρεπόμενες δύο αρχές της βεβαιότητας του φόρου καθώς και της οργάνωσης και λειτουργίας του κατάλληλου συστήματος δικαστικής προστασίας, κατ’ άρθρο 20 του Συντάγματος.

Α. Η αρχή της βεβαιότητας του φόρου επιβάλλει την οργάνωση και λειτουργία ενός πλέγματος θεσμικών εγγυήσεων υπέρ του φορολογουμένου και κατά της αυθαιρεσίας της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας ως προς την επιβολή, βεβαίωση και είσπραξη των φόρων. Τούτο σημαίνει, περαιτέρω, ανάγκη οργάνωσης του όλου φορολογικού συστήματος έτσι ώστε και ο φόρος να θεσμοθετείται με τρόπο σαφή και λεπτομερειακό και η εύλογη εμπιστοσύνη του φορολογουμένου προς το κράτος να προστατεύεται. Την αρχή της βεβαιότητας του φόρου, κατά την ως άνω έννοια, προσβάλλουν ευθέως και την μετατρέπουν ουσιαστικά σε «αρχή της αβεβαιότητας του φόρου» και πηγή μόνιμης ανασφάλειας:

1. Πρώτον, οι συνεχείς αλλά και πρωτοφανώς αντιφατικές αλλαγές των φορολογικών νόμων, που εν πολλοίς οφείλονται στην προχειρότητα και την επιπολαιότητα με την οποία συντάσσονται τα φορολογικά νομοσχέδια. Τούτο, σε συνδυασμό με την αργοπορία η οποία παρατηρείται ως προς την παγίωση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για την ερμηνεία των φορολογικών διατάξεων, υπονομεύει καταλυτικώς κάθε έννοια βεβαιότητας του φορολογουμένου σχετικά με τις υποχρεώσεις του και το στοιχειώδη προγραμματισμό της οικονομικής του πορείας, χωρίς βεβαίως καμία ευθύνη από την πλευρά του.

2. Δεύτερον, η μέσω της φορολογικής αυτής νομοθεσίας αναγωγή της αναδρομικότητας του φόρου από εξαίρεση σε κανόνα. Μάλιστα η αναδρομικότητα αυτή εμφανίζεται ως «δίκοπο μαχαίρι», αφού αφορά ταυτοχρόνως:

α) Αφενός την επιβολή του φόρου, μέσα από αενάως εξελισσόμενους επαναλέγχους και επαναλαμβανόμενες έμμεσες καταστρατηγήσεις της παραγραφής, χωρίς μάλιστα τούτο να έχει ως μόνο στόχο τους αποδεδειγμένως φοροφυγάδες.

β) Και, αφετέρου, την φορολογική επιδρομή σε προηγούμενα φορολογικά έτη, κυρίως μέσα από την μέθοδο της έκτακτης εισφοράς. Μιας εισφοράς που, έτσι, από «έκτακτη» έχει μετατραπεί ατάκτως σε «τακτική»!

Β. Το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος συμπληρώνει, κατά τις σχετικές με τις φορολογικές διαφορές διατάξεις του, την αρχή της νομιμότητας και της βεβαιότητας του φόρου με την ανάγκη ύπαρξης και λειτουργίας του κατάλληλου συστήματος δικαστικής προστασίας. Έτσι ώστε ο φορολογούμενος να είναι σε θέση ν’ αμυνθεί κατά της κρατικής φορολογικής αυθαιρεσίας ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών οργάνων ιδίως της διοικητικής δικαιοσύνης, υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πέραν όμως των διαχρονικών καθυστερήσεων ως προς την απονομή της φορολογικής δικαιοσύνης, τη δικαστική προστασία του φορολογουμένου πλήττει, υπό τα σημερινά δεδομένα, κυρίως ο ν. 3900/2010, ο οποίος είναι, δυστυχώς, παρακολούθημα της μνημονιακής πολιτικής στο πεδίο λειτουργίας της διοικητικής δικαιοσύνης. Και τούτο διότι στο βωμό της επιτάχυνσης εκδίκασης των διοικητικών –κυρίως δε των φορολογικών- διαφορών, ο νόμος αυτός συνθλίβει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας όταν π.χ.:

1. Ως προς την οριστική δικαστική προστασία:

α) Η μεγάλη αύξηση των παραβόλων -και ενώ ο δρόμος τιμωρίας της δικομανίας είναι ανοιχτός μέσω της δια των αποφάσεων των δικαστηρίων επιβολής υψηλών δικαστικών εξόδων- καθιστά πολλές φορές απαγορευτική την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, ιδίως των οικονομικώς ασθενέστερων.

β) Προς την ίδια, δυστυχώς, κατεύθυνση κινείται και η ρύθμιση που ορίζει ότι, κατ’ αρχήν, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει, με ποινή απαράδεκτου της έφεσης, το 50% του κατά την πρωτόδικη απόφαση οφειλόμενου φόρου .

γ) Ο κατ’ έφεση αλλά και ο αναιρετικός έλεγχος περιορίσθηκαν στο έπακρο –δια της εισαγωγής του αγγλοσαξωνικής προέλευσης θεσμού του «προηγουμένου» – αφού ουσιαστικά έφεση και αναίρεση δεν μπορούν πλέον ν’ ασκηθούν εφόσον υφίσταται σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας .

δ) Ο, σύμφυτος με το ανακριτικό σύστημα στη διοικητική δίκη, αυτεπάγγελτος έλεγχος του δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα της κρινόμενης διοικητικής πράξης- άρα και της πράξης της φορολογικής αρχής- εξαντλείται μόνο στον έλεγχο της παράβασης δεδικασμένου . Μένουν έτσι εκτός αυτεπάγγελτου ελέγχου όλες οι άλλες μορφές παράβασης της εσωτερικής και εξωτερικής νομιμότητας της διοικητικής πράξης, προς δόξαν της διοικητικής αυθαιρεσίας.

2. Ως προς την προσωρινή δικαστική προστασία: Με τους δραστικούς περιορισμούς που θεσπίσθηκαν , για πρώτη φορά στην ιστορία της διοικητικής δικονομίας, μέσω του βάρους απόδειξης το οποίο επωμίζεται πλέον ο διάδικος, ιδίως στις φορολογικές διαφορές είναι σχεδόν ανέφικτο να επιτύχει ο φορολογούμενος ευδοκίμηση αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Τούτο κινείται σαφώς πέρα και έξω από τα όρια του άρθρου 20 του Συντάγματος αλλά και του ευρωπαϊκού δικαίου, σύμφωνα με την ερμηνεία του τελευταίου από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Τα όσα εξέθεσα δικαιολογούν, νομίζω, τον τίτλο περί «κατάρρευσης της φορολογικής νομιμότητας» τον τελευταίο χρόνο. Στη χειμαζόμενη από την οικονομική κρίση ελληνική κοινωνία έρχεται να προστεθεί το μαρτύριο του φορολογουμένου – Σισσύφου. Και, φυσικά, παρά την παρότρυνση του Α.Camus δεν μπορούμε εδώ να φαντασθούμε το Σίσσυφο ευτυχισμένο…

Η ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

Όμως τα ανωτέρω, μέσα στην εξαιρετικά κρίσιμη οικονομική συγκυρία που βιώνει ο Τόπος μας, αναδεικνύουν και επιτείνουν σημαντικά τα θεσμικά κενά, και σε συνταγματικό επίπεδο, που δεν κατέστη δυνατό να καλυφθούν κατά τις προηγούμενες αναθεωρήσεις, και τα οποία επιδιώκει να καλύψει η πρόσφατη σημαντική και υπεύθυνη πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για αναθεώρηση 31 καίριων διατάξεων του Συντάγματος.

I. Μεταξύ των προαναφερόμενων προτάσεων δεσπόζουσα είναι η θέση της αναφοράς στην ανάγκη αναθεώρησης των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος, οι οποίες εγγυώνται την άσκηση του θεμελιώδους εμπράγματου δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας. Και τούτο διότι πρόκειται για ένα δικαίωμα το οποίο βρίσκεται, κυριολεκτικώς, στον κορμό κάθε φιλελεύθερης δημοκρατίας που υπηρετεί το κοινωνικό κράτος δικαίου, όπως έχει αποδείξει η διαδρομή της όλης συνταγματικής μας παράδοσης.

Α. Βεβαίως όπως κάθε δικαίωμα έτσι και η ιδιοκτησία δεν είναι ανεκτό ν’ ασκείται κατά τρόπο ανεξέλεγκτο.Υπόκειται σε συγκεκριμένους περιορισμούς, σύμφυτους με την ουσία και την αποστολή της. Αυτό προκύπτει με ενάργεια από την παρ. 1 του άρθρου 17 του Συντάγματος, κατά την οποία: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτήν δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος».

Β. Όπως όμως είναι αυτονόητο, οι θεσμοθετημένοι περιορισμοί ως προς την άσκηση του δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας αφενός δικαιολογούνται μόνον όταν τίθενται προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Και, αφετέρου, πρέπει να συνάδουν προς την κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας. Με την έννοια ότι η έντασή τους εξαρτάται αποκλειστικώς από το πόσο επιτακτικό είναι το εξυπηρετούμενο γενικό συμφέρον. Εν πάση δε περιπτώσει οι περιορισμοί αυτοί δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτό να εξικνούνται ως την αναίρεση του ίδιου του πυρήνα της ιδιοκτησίας.

II. Οι κατά τ’ ανωτέρω παρατηρήσεις αποκτούν σήμερα τόσο μεγαλύτερη σημασία, όσο η ιδιοκτησία, μέσα από την φορολογική κυρίως νομοθεσία των δύο τελευταίων ετών, έχει κυριολεκτικώς αποδυναμωθεί, στο μέτρο που τα επιβαλλόμενα -με διαρκώς μεταβαλλόμενους και συνήθως αντιφατικούς νόμους- σ’ αυτήν φορολογικά βάρη την έχουν οικονομικώς αποστεώσει κατά προκλητική παραβίαση του Συντάγματος. Σ’ αυτό έχουν συμβάλλει αρνητικά κυρίως:

Α. Οι ιδιαίτερα υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, σε συνδυασμό με τις υπερβολικές επιπλέον φορολογικές επιβαρύνσεις κατά την εν γένει μεταβίβασή των ακινήτων (πώληση, κληρονομική διαδοχή, γονική παροχή κλπ).

Β. Οι αντικειμενικές αξίες, που καθορίσθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν και οι οποίες σήμερα δεν έχουν καμία σχέση με την τρέχουσα οικονομική πραγματικότητα, αφού η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων έχει επιφέρει και την σημαντική μείωση της πραγματικής τους αξίας. Έτσι, με τη σημερινή φορολογική πολιτική (ν.3986/2011), η πλειοψηφία των Ελλήνων θεωρούνται πλέον ιδιοκτήτες «μεγάλης» ακίνητης περιουσίας και υπόκεινται στο αντίστοιχο, ιδιαίτερα επιβαρυντικό, φορολογικό καθεστώς!

III. Αυτή την κακοδαιμονία επιχειρούν να θεραπεύσουν οι προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας για την αναθεώρηση των διατάξεων και του άρθρου 17 του Συντάγματος ως προς την ατομική ιδιοκτησία. Συγκεκριμένα οι προτάσεις αυτές προβλέπουν:

Α. Τη ρητή, και μάλιστα με εμφαντικό τρόπο, σύνδεση των διατάξεων του άρθρου 17, ως προς τους περιορισμούς της ατομικής ιδιοκτησίας, πρωτίστως με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται από τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Αλλά και με την αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, κατά το οποίο: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Η αναθεώρηση του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος έχει, όπως είναι προφανές, ως στόχο την προστασία του πυρήνα της ιδιοκτησίας από την αποδυνάμωσή της μέσω υπερβολικών και άδικων φόρων. Και τούτο διότι μιά τέτοια ρητή συνταγματική πρόβλεψη επιτρέπει στα δικαστήρια να ελέγχουν και να διαπιστώνουν ευχερέστερα την αντισυνταγματικότητα των νόμων που επιβάλλουν υπερβολικά και άδικα φορολογικά βάρη.

Β. Την εξομοίωση των πολεοδομικών, υπό την ευρεία του όρου έννοια, απαλλοτριώσεων με τις λοιπές απαλλοτριώσεις. Σήμερα παρατηρείται το απαράδεκτο –και καταστροφικό για την οικονομική υπόσταση της ιδιοκτησίας- φαινόμενο το Κράτος, ιδίως δε οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, να παίρνουν αποφάσεις για την ανακήρυξη χώρων ως κοινόχρηστων δίχως να έχουν προηγουμένως στοιχειωδώς εξασφαλίσει τους πόρους συντέλεσης της σχετικής απαλλοτρίωσης. Και μάλιστα, τις περισσότερες τουλάχιστον φορές, με εντελώς αόριστη και επιδερμική αιτιολογία της αντίστοιχης διοικητικής πράξης. Το αποτέλεσμα είναι επί δέκα και πλέον χρόνια οι επιβαρυνόμενες ιδιοκτησίες να χάνουν ουσιαστικά κάθε συναλλακτική αξία, αφού ουδείς εχέφρων αγοραστής διανοείται να μπει στην περιπέτεια απόκτησης ενός ακινήτου, το οποίο ακρωτηριάζεται πάνω στην προκρούστεια κλίνη της διοικητικής αυθαιρεσίας. Πέραν τούτου τίποτα, δυστυχώς, δεν εμποδίζει, και μετά την πάροδο του χρόνου αυτού, την εκ νέου κήρυξη του ίδιου χώρου ως κοινόχρηστου.

Γ. Την ευθεία συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας. Σήμερα το δικαίωμα αυτό, το οποίο αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία για την καλλιέργεια του πνεύματος δημιουργίας και, συνακόλουθα, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει ενοχική νομική υπόσταση. Γι’ αυτό και η νομική προστασία του στην πράξη εμφανίζεται εξαιρετικά ισχνή.

Είναι, λοιπόν, επιβεβλημένη η ρητή συνταγματική κατοχύρωσή του στο ευρύτερο πλαίσιο της ιδιοκτησίας, πράγμα που εναρμονίζεται άλλωστε και με την όλη φιλοσοφία του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο στην έννοια της προστατευόμενης περιουσίας συμπεριλαμβάνει και ενοχικά δικαιώματα. Οι προτάσεις αυτές, μέσα στην επιδεινούμενη οικονομική κρίση, συνιστούν ένα ελπιδοφόρο μήνυμα ουσιαστικού σεβασμού του ανθρώπου και των δικαιωμάτων του. Ως την ολοκλήρωση όμως της αναθεώρησης του Συντάγματος προς τις ανωτέρω κατευθύνσεις η ιδιοκτησία βρίσκεται έρμαιο του σημερινού κυβερνητικού φορολογικού παραλογισμού.

Θέλω να πιστεύω ότι, μέχρι να αναθεωρηθούν οι διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας, και με το σημερινό συνταγματικό οπλοστάσιο, κρίνοντας κατά περίπτωση τη συνταγματικότητα της αυθαίρετης αυτής φορολογικής νομοθεσίας θ’ αναδειχθεί, για μιαν ακόμη φορά, σε αποτελεσματικό θεματοφύλακα της άσκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Η μπλόφα και ο στόχος

Πλησιάζουμε τα δύο χρόνια από τότε που ξεκίνησε η κατρακύλα στην αγορά ακινήτων και στην οικοδομή. Οι επιπτώσεις στην ύφεση είναι πλέον εμφανείς, καθώς η ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ υποβάθμιση της ακίνητης περιουσίας , έχει κοστίσει ήδη 4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και έπεται συνέχεια.

Τόσο ο κ. Παπακωνσταντίνου όσο και ο κ. Βενιζέλος - οι κύριοι υπεύθυνοι για την απαξίωση - ισχυρίζονται ότι οι παρεμβάσεις που έγιναν ήταν αναγκαίες προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας. Ψέματα . Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για τα διαπιστώσει πόσα χρήματα χάθηκαν για το δημόσιο από την φορολογία μόνο από την μείωση των επενδύσεων σε κατοικίες από το 2009 μέχρι σήμερα κατά 11 δις. ευρώ περίπου. Με δεδομένο ότι η μέση φορολογική επιβάρυνση σε κάθε ευρώ μίας επένδυσης σε κατοικία (φόροι και εισφορές στα ταμεία) είναι 40% τότε οι απώλειες του δημοσίου ξεπερνούν τα 4 δις. δις. ευρώ. Και αυτή είναι η απώλεια ενός χρόνου. Αν μάλιστα προστεθούν και οι πωλήσεις των νέων κατοικιών που είχαν κτιστεί από το 2006 μέχρι σήμερα και παραμένουν στα αζήτητα καθώς και οι πωλήσεις μεταχειρισμένων κατοικιών τότε οι απώλειες εσόδων υπερβαίνουν τα 5,5 δις. ευρώ το χρόνο, στην περίπτωση που ο όγκος κινιόνταν στα φυσιολογικά επίπεδα των 80.000 τεμαχίων το χρόνο! Και το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν η φορολογική πολιτική που ακολούθησαν αυτά τα δυο χρόνια απέδωσε ανάλογα έσοδα. Η απάντηση προφανής : Όχι.

Με δεδομένο , ότι και οι δύο αλλά και η κυρία Μπιρμπίλη και ο κ. Σηφουνάκης είναι έξυπνοι άνθρωποι , το συμπέρασμα στο οποίο μπορεί να καταλήξει κάθε λογικός άνθρωπος είναι ότι οι επιλογές που έγιναν δεν είχαν στόχο τα έσοδα. Αντίθετα στόχευσαν συνειδητά στην ισοπέδωση της οικοδομής και της αγορά ακινήτων. Και το ερώτημα είναι γιατί; μήπως για να κάνουν πιο εύκολη την κατάκτηση της ελληνικής αγοράς στις μεσιτικές και κατασκευαστικές αλυσίδες του εξωτερικού που φαίνεται ότι θα εξασφαλίσουν και φτηνή γη μέσω της εκποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας; Άλλωστε , το ίδιο ακριβώς σενάριο δεν παίχθηκε στο παρελθόν στην αγορά τροφίμων , ειδών ένδυσης υπόδησης και γενικότερα στο λιανεμπόριο όπου η μία μετά την άλλη οι ελληνικές επιχειρήσεις εξαφανίζονται; Δυστυχώς , η απάντηση είναι καταφατική.

Από εκεί και πέρα, ο εκ Θεσσαλονίκης Βενιζέλος , γνωρίζοντας ότι χωρίς τους ανθρώπους της οικοδομής θα αντιμετωπίσει προβλήματα στην εκλογική του περιφέρεια προσπαθεί να παίξει το ρόλο του Πόντιου Πιλάτου με εξαγγελίες για κατάργηση του «πόθεν έσχες» ή για μείωση του ΦΠΑ στην οικοδομή. Αυτού του είδους οι εξαγγελίες είναι ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία καλοστημένη μπλόφα , ανάλογη με εκείνη του «λεφτά υπάρχουν» καθώς η ελληνική αγορά έχει να αντιμετωπίσει καταρχήν , την επιφυλακτικότητα , την καχυποψία και την έλλειψη ρευστού και κατά δεύτερον την ανεργία, την συρρίκνωση του τζίρου και την εργασιακή ανασφάλεια . Κοντολογίς τα απότοκα της πολιτικής που ακολουθήθηκε αυτή την διετία και η οποία οδήγησε σε μία πρωτοφανή συρρίκνωση και απαξίωση .

Και τι σημαίνουν όλα αυτά, θα σκεφτείτε μήπως ότι  βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος της οικοδομής και του έλληνα επαγγελματία; Ναι , είναι πιθανό. Αυτή η προοπτική όμως μπορεί να αποσοβηθεί μόνο αν συνειδητοποιήσουμε όλοι , ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις και οι άνθρωποί τους –πέρα από τα μεγάλα λάθη που έκαναν στο παρελθόν-είναι η ασπίδα που εξασφαλίζει καλύτερα μεροκάματα, απασχόληση και δουλειές σε τοπικό επίπεδο. Και αν δεν το πιστεύετε , δεν έχετε παρά να ρωτήσετε τους part time εργαζόμενους στα πολυεθνικά σούπερ μάρκετ. Αυτοί ξέρουν τι σημαίνει ο αφελληνισμός της αγοράς.

678 λέξεις για τον σχεδιασμό στην κεντρική Αθήνα.

του Γιάννη Λιναρδάκη

Αρχιτέκτων

 

Η κυβέρνηση επανειλημμένα έχει εξαγγείλει την διαμόρφωση ενιαίου προγράμματος για το κέντρο και παλιές κεντρικές συνοικίες του δήμου Αθηναίων (στο δυτικό τμήμα του κεντρικού τομέα της νομαρχίας Αθηνών) εντάσσοντας στον ίδιο σχεδιασμό τρεις διαφορετικού χαρακτήρα κατηγορίες αστικών περιοχών. Από τις φερόμενες ως ενταγμένες σ' αυτό περιοχές:

Η πλατεία Βάθη, το Μεταξουργείο και εν μέρει ο Κεραμικός μπορεί να θεωρηθούν πως αποτελούν τμήματα του κέντρου της Αθηνάς.

Τα Σεπόλια, ο Άγιος Παντελεήμονας και η πλατεία Βικτωρίας είναι γειτονιές πέριξ του κέντρου.

Η Ακαδημία Πλάτωνος οι περιοχές μέχρι τα (κάτω) Πατήσια η Κυψέλη η περιοχή της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και τα Κουντουριωτικα είναι κεντρικές συνοικίες αλλά σαφώς ούτε ανήκουν στο κέντρο ούτε είναι γειτονιές πέριξ του κέντρου της Αθήνας.

Είναι αποτελεσματική η επιλογή ιδίων προσεγγίσεων και λύσεων για τις τρεις κατηγορίες περιοχών στη βάση κοινών η παρόμοιων συμπτωμάτων (όπως η περιβαλλοντική υποβάθμιση, η υπερσυγκεντρωση αλλοδαπών, η έλλειψη ασφάλειας) ενώ υπάρχουν βασικές διαφορές μεταξύ τους σε ότι αφορά στην συμβολή τους στην λειτουργία της πόλης;

Από πολλές πλευρές - και από την κυβέρνηση - θεωρείται πως τα βασικά συμπτώματα εξαθλίωσης του κέντρου της Αθήνας είναι: η υπερσυγκεντρωση αλλοδαπών (με η χωρίς άδεια εγκατάστασης), οι ευάλωτες ομάδες (μεταξύ των οποίων οι ναρκομανείς, οι άστεγοι, τα εκδιδόμενα πρόσωπα), η συρρίκνωση της αγοράς και των επαγγελματικών χώρων, το παράνομο εμπόριο (ναρκωτικών, και λαθραίων εμπορευμάτων), τα καταστήματα (υγειονομικού ενδιαφέροντος και επιχειρήσεων ιδιοκτησίας αλλοδαπών από την Ασία η την Αφρική), τα εγκαταλειμμένα κτίρια, η πολεοδομική κατάσταση και η έλλειψη ασφάλειας. Είναι μεθοδολογικά σωστή η παράλειψη διάκρισης σε ατίες (εγκατάλειψη κτιρίων, πολεοδομική υποβάθμιση, έλλειψη ασφάλειας), συνέπειες (υπερσυγκεντρωση αλλοδαπών και ευάλωτων ομάδων, παράνομο εμπόριο, συρρίκνωση της αγοράς και των επαγγελματικών χώρων, επιχειρήσεις Ασιατών και Αφρικανών) και ανατροφοδότηση των αιτίων από τις συνέπειες κατά την διαμόρφωση του προγράμματος για το κέντρο και παλιές κεντρικές συνοικίες του Δήμου Αθηναίων; Και υπάρχει βάσιμη (με τι κριτήρια) πρόβλεψη επάρκειας των μέτρων για μια αλυσιδωτή διαδικασία ανάπτυξης του κέντρου;

Συμφώνα με όσα έχουν γίνει γνωστά από δημοσιεύσεις στο τύπο στο ενιαίο πρόγραμμα (για το κέντρο και παλιές κεντρικές συνοικίες του δήμου Αθηναίων στο δυτικό τμήμα του κεντρικού τομέα της νομαρχίας Αθηνών) προβλέπονται:

α) Γενικά, κίνητρο/επιδοματικα και φόρο/τελό-απαλλακτικα μετρά και η (πολλές φορές υπεσχημένη αλλά ουδέποτε εφαρμοσμένη) αποκατάσταση της δημόσιας ασφάλειας. Με δεδομένη την ανικανότητα του Ελληνικού δημόσιου (υπό οιανδήποτε θεσμικά μορφή του) για διαρκή, τίμια, δίκαιη και συνεπή τήρηση των δεσμεύσεων του νομίζω πως (τα μέτρα) θα αποτελέσουν αίτια διαφθοράς και δαπανηρή αποτυχία για πολλούς από τους συνήθεις λογούς (όπως προχειρότητα, αποσπασματικότητα, επιπολαιότητα αποφάσεων ανυπαρξία, ανεπάρκεια, κακή κατανομή η διαχείριση πόρων, ευνοιοκρατική η μεροληπτική μεταχείριση δικαιούχων και μη δικαιούχων, καθυστέρηση η καθόλου καταβολή των επιδομάτων και ενισχύσεων) η για κάποιους ασυνήθεις και απροβλέπτους τώρα λόγους.Αξίζει επίσης ιδιαίτερη προσοχή και επισήμανση πως είναι εξαγγελία νέων επιδομάτων, κινήτρων, απαλλαγών σε εποχή γενικής κατάργησης τους.

β) Τοπικά, αρχιτεκτονικές (ενδεχομένως μεγάλης κλίμακας, αλλά πάντως όχι πολεοδομικές) επεμβάσεις, (βελτίωσης της εικόνα κυρίως και όχι της λειτουργιάς) που αφορούν περιοχές εκτός του κέντρου {όπως η Ακαδημία Πλάτωνος, τα Σεπόλια, τα Άνω Πατήσια, ο Αγ. Νικόλαος Αχαρνών, ο Αγ. Παντελεήμονας (πάλι) Αχαρνών, η λεωφόρος βασιλίσσης Όλγας}, ενώ για το κέντρο οι προβλέψεις περιορίζονται στην (αρχιτεκτονικού / συγκοινωνιολόγου επίπεδου) πεζοδρόμηση της οδού Πανεπιστήμιου (και στα συναφή έργα) την ανάπλαση στην περιοχή από πλατεία Θεάτρου μέχρι οδό Γερανίου με μόνη πολεοδομικής κλίμακας πρόβλεψη την (αν και όποτε γίνει) νέα γραμμή μετρό προς λεωφόρο Αλεξάνδρας - Κυψέλη. Ειδικά τι θα κερδίσει το κέντρο της Αθήνας από τις περιοχές Νεάπολης, Εξαρχείων, Μουσείου πλατειάς Βαθύς πλατειάς Καραϊσκάκη ως την πλατεία Κουμουνδούρου αν δαπανηθούν τώρα όλοι οι διαθέσιμοι(;) πόροι στην πεζοδρόμηση της οδού Πανεπιστήμιου και της λεωφόρου βασιλίσσης Όλγας; Θα διορθωθεί η κατάσταση στην Ομόνοια, το Εθνικό Θέατρο τον άγιο Κωνσταντίνο, στις οδούς Μενάνδρου, Ζήνωνος, Σωκράτους; Δεν είναι πιθανό. Πιο πιθανό είναι να απαξιωθούν τα έργα από την γενική καχεξία.

Επειδή οι οικονομικοί πόροι είναι, πλέον, πολύ περιορισμένοι και πολύ ακριβοί έχουν μεγάλη σημασία η μελέτη σκοπιμότητας και ο ρεαλιστικός προϋπολογισμός της αποδοτικότητας / κερδοφορίας κάθε δαπάνης, επένδυσης η φόρο/τελο απαλλαγής. Ώστε να αξιολογήσουμε και εμείς οι οικονομικά βαρυνόμενοι πολίτες την σκοπιμότητα και το όφελος από τα μέτρα, τις παρεμβάσεις, τις επεμβάσεις, τις αναπλάσεις κλπ .

Οι ξένοι περιμένουν

του Νίκου Μανωμενίδη

 

 

Την στάση αναμονής κρατούν οι πολίτες των χωρών της Κεντρικής και Ανατολική Ευρώπης όσον αφορά την οποιαδήποτε επενδυτική τους δραστηριότητα στην Ελλάδα. Η αρνητική εικόνα, για την οικονομική αξιοπιστία της χώρας μας, δημιουργεί υπέρμετρες προσδοκίες κερδοσκοπίας από πτώσεις τιμών, ειδικά στους πολίτες από χώρες που γνώρισαν παρόμοιες καταστάσεις με την υφιστάμενη στην Ελλάδα, όπως η Τουρκία, η Ρωσία, η Ρουμανία κλπ. Η κατάσταση επιδεινώνεται και εξαιτίας της εικόνας, πολιτικής ασυνεννοησίας και των ταραχών, η οποία έντονα προβάλλεται στα διεθνή ΜΜΕ. Είναι προφανές ότι οι επενδυτές θα περιμένουν μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Παρόλα αυτά κοινή παραδοχή αποτελεί ότι η Ελλάδα διαθέτει "ένα από τα καλύτερα οικόπεδα" παγκοσμίως και για το λόγο αυτό κατά τακτά χρονικά διαστήματα προχωρούν σε "αναγνωριστικές κρούσεις" με ερωτήσεις για ακίνητα σε επώνυμες περιοχές, τουριστικά ως επί το πλείστον, τόσο για κατοικίες όσο και για ξενοδοχεία. Οι κρούσεις αυτές, παρ όλη την ύφεση, στις περισσότερες των περιπτώσεων τους “απογοητεύουν”, δηλαδή δεν παρουσιάζουν την αναμενόμενη μείωση τιμών. Αυτό το στοιχείο ωστόσο είναι που τους παθιάζει περισσότερο και κρατά ζωντανό και αμείωτο το ενδιαφέρον τους για την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά φυσικά και έχει μειωθεί αισθητά η αγοραστική ικανότητα των περισσότερων δυνητικών αγοραστών από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης εξαιτίας των δικών τους εσωτερικών οικονομικών αδυναμιών. Για το λόγο αυτό μεγάλο ποσοστό της ζήτησης διοχετεύεται σε οικονομικότερους προορισμούς τόσο στις ακτές τις Βουλγαρίας όσο και στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής. Τέλος οι επιδράσεις της οικονομικής ύφεσης στις χώρες τις Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αναμένεται να οδηγήσει αρκετούς από εκείνους που διαθέτουν κάποια κεφάλαια να αναζητήσουν επιχειρηματικές ευκαιρίες και συνεργασίες στην Ελλάδα κατά κύριο λόγο στον τομέα του τουριστικό τομέα αλλά όχι μόνο. Αυτό εκδηλώνεται και με ζητήσεις για μίσθωσεις ξενοδοχείων και συγκροτημάτων με ενοικιαζόμενα δωμάτια που θα στελεχώνονται και θα εξυπηρετούν ομοεθνείς, με τον επιχειρηματία, τουρίστες..

  • Ακίνητα Τραπεζών

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter του Realestatenews για να λαμβάνετε καθημερινή ενημέρωση.

Τα Ακίνητα στη Ζωή μας

pomidaani

nomisma_140x60
baner-pontiki