Μία αγορά που ...γερνάει
Την πληθυσμιακή εξέλιξη στον ελλαδικό χώρο, στο ρου της ιστορίας, μελέτησαν ερευνητές σκιαγραφώντας την εικόνα και την κατανομή του πληθυσμού, από το 1828 έως τις μέρες μας. Η μελέτη αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη αφού αποτυπώνεται αλλά και ερμηνεύεται η έκρηξη της αγοράς κατοικίας των τελευταίων δεκαετιών καθώς και οι προοπτικές της αγορά ακινήτων. Στη διάρκεια της περιόδου 1830-1947, η χώρα μεγεθύνεται ενσωµατώνοντας, αφενός µεν εδάφη και πληθυσµούς, αφετέρου δε υποδεχόµενη τµήµατα του ελληνισµού που επανέρχονται στη µητέρα-πατρίδα. Η Ελλάδα, όµως, των "τριών ηπείρων και πέντε θαλασσών", την επαύριο του δευτέρου παγκοσµίου πόλεµου είναι µια µικρή χώρα της Ν.Α Ευρώπης που στα 132.000 Κm2 συγκεντρώνει µόλις 7,5 εκατοµµύρια ψυχές. Στην ίδρυσή του (1828) το Ελληνικό κράτος, περιορίζεται στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες (47.000 Κm2, 753 χιλ κάτοικοι, 15,9 κατ/ Κm2), ενώ µια εικοσιπενταετία αργότερα (1864), µε την ενσωµάτωση των Ιονίων Νήσων, ο πληθυσµός της χώρας µας θα ανέλθει σε 1,365 εκ. (27,19 κατ/Κm2). Με την ενσωµάτωση της Άρτας και της Θεσσαλίας (1881), ο πληθυσµός της Ελλάδας αυξάνεται ακόµη περισσότερο, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τα 2 εκατοµµύρια. Η χώρα µας βγαίνει από τους Βαλκανικούς Πολέµους σηµαντικά ενισχυµένη εδαφικά και δηµογραφικά: έχει διπλασιάσει την έκτασή της (121 Κm2) και υπερδιπλασιάσει τον πληθυσµό της (4,775 εκ.). Την προσωρινή προσάρτηση του συνόλου της Θράκης και των νήσων Ίµβρου και Τενέδου (1919-1920) θα ακολουθήσει η συνθήκη της Λωζάννης, η οποία θα επιτρέψει µεν την οριστική ενσωµάτωση της Δυτικής Θράκης, αλλά θα οδηγήσει στη µαζική ανταλλαγή των πληθυσµών ως επακόλουθο της Μικρασιατικής καταστροφής και στη σηµαντική αύξηση του πληθυσµού µας ανάµεσα στο 1920 και το 1928 (από 5,5 σε 6,2 εκ. -44,8 κατ/ Κm2). Την παραµονή της σύγκρουσης (1940), ο πληθυσµός της Ελλάδας ανέρχεται πλέον σε 7,34 εκατοµµύρια, ενώ οι απώλειες του πολέµου που θα ακολουθήσει8 θα υπερκαλυφθούν µε την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, µε αποτέλεσµα, το 1947, λίγο πριν από την εµφύλια σύγκρουση, η χώρα µας στα οριστικά πλέον σύνορά της -132.000 Κm2- να συγκεντρώνει 7,563 εκατοµ. Κατοίκους (57,3 κατ/ Κm2). Έκτοτε, οι όποιες µεταβολές στο µέγεθος του πληθυσµού οφείλονται αποκλειστικά στη διαφορά ανάµεσα στα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις-θάνατοι) και τα µεταναστευτικά ισοζύγια (έξοδοι- είσοδοι). Ο πληθυσµός της Ελλάδας συνεχίζει να αυξάνεται απρόσκοπτα το δεύτερο ήµισυ του 20ου αιώνα, αν και µε σαφώς διαφοροποιηµένους ρυθµούς, οι οποίοι αποτυπώνουν το διαφοροποιηµένο "παίγνιο" ανάµεσα στο φυσικό και το µεταναστευτικό ισοζύγιο. Έτσι, στις δύο πρώτες µεταπολεµικές δεκαετίες, που χαρακτηρίζονται από σχετικά υψηλά θετικά φυσικά ισοζύγια (σηµαντικό πλεόνασµα των γεννήσεων έναντι των θανάτων κατ' έτος, αντιστοίχων του µεσοπολέµου), η έντονη εξωτερική µετανάστευση, προς τις υπερωκεάνιες χώρες αρχικά και εν συνεχεία -µέχρι και το 1973- προς τη Δυτική Ευρώπη, παίζει αρνητικό ρόλο, προκαλώντας την πτώση των µέσων ετήσιων ρυθµών µεταβολής. Στη µεταβατική περίοδο 1971-1981, το φυσικό ισοζύγιο συρρικνώνεται µεν, αλλά ταυτόχρονα έχουµε, αφενός μεν ένα σηµαντικό κύµα παλιννόστησης µεταναστών της προηγούµενης περιόδου, αφετέρου δε την ανακοπή των µεταναστευτικών εξόδων, µε αποτέλεσµα, στο βαθµό που τα δύο ισοζυγία έχουν θετικό πρόσηµο, τη σηµαντική αύξηση του πληθυσµού της χώρας µας (+970.000). Ο µέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής ανάµεσα στο 1971 και το 1981 "αγγίζει" το 10‰, και πιθανότατα να είναι και η τελευταία φορά που η χώρα µας θα καταγράψει µια τέτοια θετική πληθυσµιακή µεταβολή. Μετά το 1981, το φυσικό ισοζύγιο τείνει να µηδενισθεί (πτώση της γεννητικότητας και αύξηση της θνησιµότητας εξαιτίας της γήρανσης, µε αποτέλεσµα η όποια αύξηση του πληθυσµού της χώρας µας µετά το 2000 να οφείλεται πλέον στα θετικά µεταναστευτικά ισοζύγια). Τα ισοζύγια αυτά θα παραµείνουν πιθανότατα θετικά τις επόµενες δεκαετίες, στο βαθµό που η χώρα µας προοδευτικά, από τα µέσα του 1980, από χώρα εξόδου µετατρέπεται σε χώρα εισόδου µεταναστών.